Ένας μελογράφος άνεμος

ΜΗΚΕΤΙ

Μακράν κυοφορώ το βρέφος μου
από φωτιά και στάχτη γεννιούνται κομμάτια του
έλικες και ρίζες
τυλίγομαι σ’ ουρανό και βαθαίνω μέχρι την άβυσσο
περιπλανιέμαι σε φλοιούς
αγλαΐζω τις πέτρες
λιβάδες στα μάτια μου να ποτίσω το δέντρο

Ο αιχμητής μέσα μου, δρύπτει όρνεα αρπαχτικά
μετεωρίζει ομφές,
ορύσσει σε πέτρινα μάτια
για τον όρθρο της ζωής

Και να νάματα, ω ξένια γαία, που μέσα τους υδραίνω
τους νεογνούς βλαστούς μου
κι αυτή η αίσθηση του φλοιού, πιο φλογερή από έρωτα
σμίγω με το δέντρο, πίνω τους χυμούς του
πλήθω μελίρροα φιλιά.

Περιχαρής,
μηκέτι λελωβημένη, μηκέτι σκυθρά
περυφαίνω αραχνοΰφαντο φως, πράσινων ανέμων

Ένας μελογράφος άνεμος, © Κατερίνα Γναφάκη, Σμυρνιωτάκης Φεβρουάριος 2007

ΕΝΑ ΝΑΥΑΓΙΟ ΚΑΛΛΙΤΕΡΑ

Τραυλίζω μουρμουρίζοντας
ακατανόητες συλλαβές
λέξεις νεκρές
ανίκανες να κοινωνήσουν
το τρεμάμενο των φιλιών μου
τις αντανακλάσεις του φωτός
μέσα στο λέκτρον της ψυχής μου

Μεταίχμιος ο λόγος μου ακόμη
μεταγράφει τη σιωπή μου
Μηδείς εδώ
Το στίφος μου κρίνει τα έργα
τα πυλώματα μου σφαλίζει ο συρφετός
Μόνη διημερεύω εντός μου
σε βαθύκρημνους τόπους πορεύομαι
Ο διάπλους διαλγής, μα βαρύτιμος

Μύρομαι στο σκοτάδι

Γεννημένη απ’ τη φωτιά της οδύνης
σημαίνω το ρείθρον του ποταμού
Ένα ναυάγιο καλλίτερα
παρά να μην έχω ταξιδεύσει

ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ

                Δροσιά και γλύκα σταφυλιου απ’ τ’ άγρια χείλη σου ρουφάνε
                με τις γλωσσίτσες τους οι μέλισσες και με το νέκταρ σου μεθάνε

Σμήνη μελισσιών σε κλέβουν
μετοικίζουν τις κυψέλες τους
στο σώμα σου
σαν ανθό τους σε τρυγάνε
Όμοια μέλισσα κι εγώ σαστισμένη
καταμεσής στων Δελφών το τοπίο
στέκομαι
να γευτώ του φιλιού σου το χυμό

Βαθαίνει η ανάσα μου
την πνοή σου ανασαίνω
Καταγράφω στη μνήμη του δέρματος
το άαπτον άγγιγμα
ως επιγραφή λαξευμένη
σε μάρμαρο λευκό

Μα δες στον ομφαλό της γης
κατάματα
ο Λύσιος με κοιτάζει, ο Διόνυσος
με τη μορφή του Φοίβου
μην τύχει και ξεχάσω
τη διονυσιακή οργή μου
συνεπαρμένη όπως είμαι
απ’ την απολλώνια λύρα σου
το βόμβο της μέλισσας
και μείνω πάλι και πάλι μισή

ΕΝΑΣ ΜΕΛΟΓΡΑΦΟΣ ΑΝΕΜΟΣ

Στο ροδανό, γαλάζιο κυματισμό της ματιάς σου
ένας μελογράφος άνεμος τραγούδησε
Στο περίζωμα του φουστανιού μου
ένας χρυσός σκαραβαίος

Νεύω στις νεφέλες, βροχές να στείλουν
Ο ορχηστής μου στα βρόχινα νερά να χορέψει

Ω ποιος μου πέρθει την ανάσα;
Ποιος μου ηδύνει τη στιγμή;

Ένας μελογράφος άνεμος
πορφύρει τα χείλη μου, μετάγει τα φτερά μου
στην αχιβάδα ιχώρ φέρνει μου

Υδρίες με υγρά κομμάτια θάλασσας
πυριγενή κομμάτια ήλιου κι Αφροδίτης
πλειάδειες συμφωνίες
επτασφράγιστα μυστικά
στο ροδανό
γαλάζιο κυματισμό της ματιάς σου γεννήθηκαν

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΑΝΑΣΑΙΝΟΝΤΑΣ

Ένα ταξίδι στη ράχη του αετού
και στα φιλόξενα πτερύγια της δελφίνος
ν’ ανασαίνω το ολοζώντανο φιλί της νύχτας
ελευθερώνοντας το φως
Διαυγείς φυσαλίδες βυθίζονται
σ’ έναν αλλόκοτο σχηματισμό
γιγάντιας πυραμίδας
στο ωκεάνιο μεταβαλλόμενο σώμα μου
Εισχωρώ στα αρχαία μονοπάτια της γαίας
σαν φλέβα νερού
συλλαβίζω το αλφαβητάρι της δορκάδος
το ύψιλον της δρυός. της δελφίνος το έψιλον
τα μύρια αρώματα στο υγρό μου δέρμα ανασαίνω
κι όλα τα μύρα του φθινόπωρου γεύομαι
Δαγκώνω τα κόκκινα χείλη
μ’ ένα φιλί που γεννήθηκε στα κατάβαθα της γης
σαν η μεγάλη θεά να τραγούδησε
Η μία όψη μες στην άλλη
σύμπλεγμα γλυπτό
ένας άντρας, μια γυναίκα, ένα φιλί
ένας μελογράφος άνεμος
Μια δίοπτη φλόγα
-σύμπαν μικρό-
μέσα σε κάθε ανάσα της ζωής

ΣΩΜΑ ΜΟΥ

Να τεντώνω τις χορδές σου
με το δοξάρι να σε θέλγω
να ξεδιπλώνω τις νότες σου
ακροβατώντας
στο τεντωμένο σκοινί του ήλιου

Με τις φλούδες
της λινόδετης κανέλας στο λαιμό
με το πορτοκάλι στο στόμα
με όλη τη θάλασσα στα μάτια σου
να σκορπάς κόκκινο ρόδο στο φως

Με ένα φτερό στη φτέρνα να γυρνάς
σχίζοντας τον ουρανό σου
να κομματιάζεις το μπλε τραγουδώντας
κι απ’ το λευκό να δραπετεύεις

Να σε τιμώ
για όλη την ομορφιά που μου χαρίζεις
ολόδικό μου σώμα
σώμα βιολί
χίλιες φορές κλεμμένο

ΣΤΟ ΒΥΘΟ

Στον απύθμενο ωκεάνιο βυθό μου
με τους στροβιλισμούς του έρωτα
σε προσκάλεσα
να φωτίσεις το σκοτεινό του τοπίο
με τα υγρά θαλάσσια μάτια σου
που με τ’ αγκίστρια τους μ’ έπιασαν
ν’ αναζητήσεις τα κοράλλια του
που κι αυτά λαχτάρησαν
να γευτούν σταλαγματιές
απ’ του είναι σου την αλμύρα

ΣΑΝ ΑΛΛΟ ΔΕΡΜΑ

Ιστός με τυλίγει, υφάντρας αράχνης
φωτόνια που χορεύουν, πυράκανθα
στάλες νερού
σαν άλλο δέρμα πάνω μου
είναι η χάρη του άαπτου αγγίγματος
που ξεδιπλώνει το μακρινό παρελθόν
καθώς επιστρέφει από το μέλλον
τιμώντας εκείνην την όψη της ζωής
με τις άπειρες δυνατότητες
στα εικονίσματα των ήλιων
έτσι όπως με διαπερνούν ανατέλλοντας
από των ματιών σου την άβυσσο

ΑΝΑΤΟΛΗ

Με τα μάτια σου πυρίστακτα, προβάλεις
πνιγμένη στους καπνούς
Σέρνεσαι πάνω απ’ τις κεραίες και τα σύρματα
όπου σταυρώνεις το ρόδινο όνειρό σου
Γαζίες και γιασεμιά σκαρφαλώνουν στους τοίχους
πασχίζουν να σε καλημερίσουν με την ανάσα τους
Ν’ αγγίξεις θέλουν
φωταύγεια, το κορμί τους
να ζωντανέψεις τα μύρα τους
το λευκό τους, το γαλάζιο
Τούτο το ταξίδι είναι η έγνοια σου
μα οι δρόμοι κλειστοί στο αστικό τοπίο

ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ

 Κάθε φορά που σ’ αντικρίζω τριανταφυλλάκι στο λαιμό 
 να το κοιτάζω να ξεχνιέμαι κάτω απ’ το κόκκινο φουστάνι να μη δω 
 την ανοιχτή τομή απ’ το χειρουργείο μ’ όλα τα σπλάχνα γύρω ένα σωρό 
 Να τα κρεμάσεις θα ’θελες στον ήλιο όμως ποια μάτια αντέχουν θέαμα σαν αυτό; 
 Κι έτσι τα κρύβεις όλα κάτω απ΄ το φουστάνι το καλό

Κάθε φορά που σε κοιτάζω, ντύνεσαι τέσσερα χαμόγελα
έτσι για να σιγουρευτείς
πως αν περάσω απ΄ το πρώτο και φτάσω στο δεύτερο
κι απ΄ το δεύτερο στο τρίτο
αποκαμωμένη πια δε θα εισχωρήσω πέρα απ’ το τέταρτο
ήσυχη πλέον πως κανείς δεν θα δει το πρόσωπό σου

Αλλά τώρα είμαι εδώ, με δυο χέρια όμοια κλαδιά
να ζωοδοτούν το σπόρο της ζωής
με δυο πόδια, όμοια κορμός με τις μεσόγαιες ρίζες τους
να συναντούν τον κόσμο
με τα μάτια μου σπαθιά να προστατεύουν τη γη σου

Με το καινούριο μου πουκάμισο
το υφασμένο απ’ το χάδι του ζέφυρου
Μηκύνω δύο φτερούγες στον άνεμο
κι ένα τιτίβισμα, όμοιο η ζωή, περιπέλεται μέσα στη νύχτα

ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΨΕΜΑΤΑ ΘΑΜΜΕΝΑ

   Δυο φτερούγες σκεπάζουνμιας γενιάς την ντροπή περίσσια ξοδεύουν δύναμη ζωής
   Χρόνια σε ακινησία, παράλυτες σχεδόν στον αέρα σηκώνουν μοναχά ένα φτερό
   Μια αχτίνα τρυπώνει, τρέμει η ψυχή δυο φτερούγες τρέμουν, τρέμει ένα παιδί

    Έναν αιώνα μετά

Μια ελαφίνα στο πράσινο των λόφων
τα πόδια της σηκώνονται στον άνεμο
χορεύει
Ρινίσματα αχάτη στα κατάμαυρα μάτια της
λευκούς απλώνουν
βελούδινους ιριδισμούς μέσα στη μέρα
Χορεύει, τρέχει, βυθίζεται στο χόρτο
μια κόκκινη παπαρούνα στο πλάι της
κόκκινη βροχή
Τρέχει, τρέχει, τρέχει, κατεβαίνει στο ποτάμι
όλο ζωή
Τρέχει από κοντά κι ένα παιδί
«Φτάσε με», της λέει και γελά
«Έλα να παίξουμε.»
«Με κυνηγάς;»
Τρέχει και χιονίζει στης άνοιξης τα χείλη
Κουβαλάει νιφάδες στα μαλλιά, του χιονιού φιλιά
Κι η ελαφίνα τρέχει κι απορεί
πώς και της ξεφεύγει ένα παιδί;
Φτερωτό αλογάκι έχει γίνει
τ’ άσπρο χιόνι πίσω του έχει μείνει
Κι ελαφίνα πίνει απ’ την πηγή
δροσερό νεράκι κι απορεί

          Μυστικά και ψέματα θαμμένα τώρα είναι στον ήλιο αφημένα

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΚΑΙ ΤΗ ΖΕΥΞΗ

            Κοιμόσουνα και σάλπαρε ο Θησέας της Αθηνάς σαν πήρε διαταγή
            προδόθηκε η αγάπη σου και βρήκες μια θεϊκή αγκαλιά να σε κρατεί

Ω μινωίτισσα κόρη
βαρύς στα χέρια μου ο μίτος σου
χωρίς σκοπό
Τα σ’ αγαπώ σπατάλησα
κι ο τολμητής δεν έφτασε ως εδώ
Περιδεής των ημερών μου ο Θησέας, σκοτεινός
Άμποτε, άνασα, να κινηθεί προς τον λαβύρινθο
τον Μινώταυρο κατάματα ν’ αντικρύσει
να μετρηθεί μαζί του
εκεί κι εγώ, με το ολόχρυσο στεφάνι σου, ίδιο αστέρι
στα κατασκότεινα
δαιδαλώδη μονοπάτια να φέγγει
και το κουβάρι σου δεμένο στην άκρη του πυλώνα
τα δυο της αγάπης μου δώρα
για την έξοδο και τη ζεύξη μαζί

Τι κι αν έρθει πάλι η Αθηνά

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΜΝΗΜΕΣ

Να φαγωθώ αφέθηκα, σαν μήλο κόκκινο
εν έτη δύο χιλιάδες..
Τρυπάνε το φλοιό μου, αντιστέκομαι
οι εικόνες του χθες προβάλλονται
στην οθόνη του κόσμου
Ένα δόντι μου σχίζει το μηρό
ένα άλλο το σαγόνι
έδεσμα γιγάντων γίνομαι
Στην οθόνη του κόσμου
ένα μεγάλο φαγοπότι
κατασπαράζω το σπλάχνο μου
σε άγριες ώρες
τι τάχα στο μουσείο της Ακρόπολης
αναρωτιόμουν για την Πρόκνη;
«καθ’ εικόνα και ομοίωση» κι εγώ
θεών τιτάνων
εσθίω και εσθίομαι
Απελπίζω τη σιωπή μου, κραυγάζω
θεοί μαζί και άνθρωποι, ως πότε
στη συχνότητα του σκοταδιού
θα παραδέρνουμε;
«Είστε πολύ γλυκιά» μου είπε
ίσως δεν έβλεπε τα κοφτερά μου δόντια
καλά κρυμμένα πίσω απ’ το αγγελικό μου
προσωπάκι
τόσο καλά κρυμμένα που γεύτηκαν το αίμα μου
δεν γνώριζα ούτε κι εγώ την ύπαρξή τους

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ- ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Νερό μέσα σε δέντρο, ανθοί μες στο νερό τα χέρια μου απλώνω κι αγγίζω το κενό
Μια μήτρα με τυλίγει με μια ζεστή πνοή κι από την άλλη δίνει θανατερό φιλί

Αιμορραγούν, πληγές αιώνων
Από την εποχή των παγετώνων κρατάει
το κρύο στα κόκαλα
Η μνήμη δεν επαναφέρει τις εικόνες της πάλης
της αντίστασης, του άφραστου φόβου
Μοναχά μια, νεφέλη εγκλωβισμένη
πασχίζει να βρει την διέξοδο να διαχυθεί στο φως

Με κινήσεις αργές ξετυλίγω τα σεντόνια του θανάτου
να ανατείλω φως πρωινής αυγής, να αγγίξω τη ζωή
να τραφώ απ’ τον πλακούντα της γης

Εκεί έξω αντικρίζω ξανά το θάνατο
τεμαχίζομαι κομμάτια πολλά
κόβω τον ομφάλιο λώρο με την αφιλόξενη γη
Ποδαράκια εμβρύου ενδύομαι
με τις πατούσες να κοιτάζουν επάνω

Στ’ ουρανού τη θάλασσα βυθίζομαι
Βυζαίνω το γάλα του ήλιου
διαφυλάσσοντας φυλαχτά εκατοντάδων χρόνων
κρυστάλλους χαλαζία, ιριδίζοντες
που καμιάς οδύνης δύναμη δε ράγισε

Μέσα κι έξω από τη μήτρα η θάλασσα...πνίγομαι
Αέρα να ανασάνω
Όχι πως απαρνιέμαι το νερό
μα μέσα σε σταλακτίτες και σταλαγμίτες μαρμάρωσα
Με κινήσεις αργές ξανά σ’ αγαπώ
τα κομμάτια μαζεύω, διαλύω τη σύγχυση
τρέφομαι απ’ τον πλακούντα της γης.

Ελευθερία η ανάσα μου στον αέρα
Τα βράγχια πέταξα
κι αναδύθηκα σαν Αφροδίτη
με τη συστροφή των ωκεανών
και να το φιλί του έρωτα στα υδάτινα χείλη μου

Προτού με πορφυρώσει ο ήλιος
ελαιώνα ψάχνω να βρω
να σκιάσω τα λευκά μου στήθη
να προφυλάξω το γάλα τους ,για το βρέφος μου

Ω Τυνήσιες κόρες, χορεύοντας
ακολουθήστε την πορεία του βέλους μου
Ακόμα και μέσα απ’ τα τεμαχισμένα μέλη μου
ζωντανεύει η θεά και συνενώνει
Με τα μάτια της βλέπω τ’ ολάνθιστο κορμί μου
να εγκυμονεί την άνοιξη
να τοξεύει βλέπω με των ερώτων τα βέλη
τα σύμπαντα
συνθέτοντας με τη δημιουργική της πνοή
μορφές απειρόμορφες

ΑΦΡΟΓΕΝΕΙΑ

Λευκό, στριφτό, μικρό κοχύλι
δίαυλος νύμφης, μυστικός
με το χορό μ’ έχει οδηγήσει
σ’ άλιμο νύμφαιον στο βυθό

Μέσα στα σπήλαια της Ιάνθης
χορεύοντας αναζητώ
νότες, τραγούδια μου κρυμμένα
ένα κομμάτι μου ακριβό

Ωκεανίδες ξεπροβάλουν
όλες ντυμένες στα λευκά
κι όσο το άσπρο με τυλίγει
λιώνω στα υδάτινα φιλιά

Μέσα απ’ τη λευκή στολή μου
θαλάσσιο τέρας αλυχτά
κι όπως ορθώνει το κορμί του
με τ’ άγρια λέπια του κι ορμά
γίνεται αφρός η δύναμή του
κι Αφροδίτη μου ξυπνά

Ξανά του Ουρανού το σπέρμα
πέφτει στην ωκεάνια γη
κι η περιδίνηση με φέρνει
αφροντυμένη στην ακτή

ΜΑΣΚΕΣ

Φύσαγε σ’ άσπρες κερασιές
κι ήσουν ντυμένη
με μια στολή που ήταν
στο δέρμα σου ραμμένη

Θα το ματώσεις
το κουστούμι σου αν το βγάλεις
μα όπως φυσούν οι κερασιές
μ’ άσπρα θα γιάνεις

Θα ’χεις κεράσια
και φιλιά του ανέμου μόνο
τη σπλαχνική σου αλήθεια
δε θα τη σταυρώνουν

Φύσαγε σ’ άσπρες κερασιές
ανάσες άσπρες
τι παίζεται άραγε
στο σπίτι με τις μάσκες;

Τι απέγιναν
οι δράκοι τόσων πύργων
οι φράχτες κι οι καθρέπτες
που σ’ ορίζουν;

Τα όνειρα ουρλιάζουν
και ξυπνάμε
χαράματα
στη δίνη τους βουτάμε

ΟΜΟΡΦΙΑ

Παιδιά αρχαίων κυράδων
έχουν στήσει χορό
σ’ ένα τεράστιο στόμα
άλιμο, γλαυκό

Τα δροσερά τους πόδια
ζωσμένα στον αφρό
τα χείλη τους καμένα
απ’ του ήλιου τ’ όνειρο

Έτσι που όλα ’ναι κύμα
ποια να ’ναι η ομορφιά
παρά του Αιγαίου η κόρη
με τα νησιά μαλλιά;

Τ’ ακτίνια ,δες, κοιτάζει
τ’ αγγεία του βυθού
σωπαίνει κι οδηγείται
στο νύμφαιον του νερού

Τ’ ΑΓΚΑΘΙ

Έχει ένα αγκάθι η αγάπη
ρόδων δροσιά με κερνά
μα όταν επάνω της σκύβω
βαθιά το κορμί μου κεντά

Το μύρο να γίνω τ’ ανθού σου
αιθέρια της ζήσης πνοή
να με τρυπήσεις για τόλμα
αφού δε θα ‘χω μορφή

Να γίνω βροχή του Απρίλη
σταγόνας χαρά να γευτώ
μέσα απ’ του ήλιου τα χείλη
χρώματα εφτά θα ντυθώ

Μια νότα, ένας ήχος θα γίνω
του τραγουδιού σου η λαλιά
κι όταν τ’ αγκάθια μου βγάνεις
φάλτσα θα παίρνεις φιλιά

Μα ένα φεγγάρι αν ήμουν
φως σε σκοτάδι βαθύ
ποιον να ματώσει η αγάπη;
ένα κομμάτι ασημί;

Σε σώμα αγάπης η αγάπη
τον εαυτό της κοιτά
εγώ κρατούσα τ’ αγκάθι
που με τρυπούσε βαθιά

Ω ΚΟΡΕΣ ΙΕΡΕΣ

Με μνήμες μακρινές μ’ αγκαλιάζουν
ασημοπράσινα φύλλα
τότε που κοσμούσα τοιχογραφίες ελαιώνων
στης Κνωσού τα ανάκτορα
και τα χρυσά των βασιλέων κύπελλα
Ω κόρες ιερές της Αθηνάς
ζωοδότρες
του πολύτιμου χυμού σας τα δώρα βαστώ
Ανάβω τον λύχνον μου και γλυκαίνω τα σκότη
Το κορμί μου αλείφω
ελαίου αρώματα
του χειμώνα το ψύχος κρατώντας μακριά
και του ήλιου το καύμα
Και σπονδές στους βωμούς
και θυμίαμα
απ’ το κόμι το ευωδιαστό, το λιοδάκρυ
Απ’ τους κλώνους σας, καλλιστέφανες
τον κότινον πλέκω
τους νικητές να στεφανώσω των αγώνων
Ω δέντρα της ειρήνης
τα κλαδιά σας, περιστέρια λευκά
ανεμίζουν στον ήλιο της Δήλου, της Κρήτης
της Εύβοιας
Στην Σάμο, την Λέσβο, στα Ιόνια νησιά
ανασαίνουν τη θάλασσα
Στα κοιλώματα των κορμών σας, σπήλαια
αιώνων
φωλιάζουν οι μνήμες μου

ΚΛΑΔΟΝ ΕΛΑΙΑΣ

Αρχέγονη πηγή του φωτός
παιχνιδίζουν τα χρώματα
πάνω στις λόγχες των φύλλων σου
Άγρυπνοι φρουροί σου οι θεοί
δέντρο περίσεπτον
η γλαυκώπις Αθηνά και ο Ζευς ο πανόπτης
Βλαστούς και φύλλα ζωντάνεψες
στου Ηρακλή το ρόπαλο
ω δύναμη απειρόμετρη
Η Ειρήνη σε κρατούσε στα χέρια της
η θυγατέρα της Θέτιδας
ικέτες και λατρευτές σε βάσταξαν
η Ιοκάστη στον Πολυνείκη
σε πρόσφερε
το περιστέρι στο στόμα του σε ταξίδεψε
κι εγώ έρχομαι σε μένα , κλάδον ελαίας φέρουσα
αντί να κραυγάζω για ειρήνη

ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ

Ντύθηκα με τα φτερά σου
οι μηροί μου όλο πούπουλο
Ένα πέταγμα ονειρεύτηκα
και σκίρτησε η καρδιά στις φτερούγες μου

Βροχή, σταγόνες
ένα ποτάμι κύλησε στα πόδια μου
βουτώ το ράμφος μου στις ξέχειλες όχθες του
ζωντανεύει ένα ολόχρυσο δεμάτι στάχυα
μέσα στα γαμψά μου νύχια και πάλεται
τυλιγμένο στο τόξο της βροχής

Αγκαλιά με το τραγούδι του Νότου
και την ομίχλη του Βορρά
έβαφα τα φτερά μου
με της δύσης τα χρώματα
όμως τώρα είναι ο καιρός να τραγουδήσω
κρεμασμένη στα σκοινιά του ήλιου
που ανατέλλει

ΕΝΑ ΔΑΚΡΥ ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ

Όπως καλπάζει ο άνεμος
απλώνω
στα μαλλιά του τα κόκκινα
τα τραγούδια μου
Μυρίζω το δέρμα μου
κι ευωδιάζει στους λόφους το πράσινο
και το βιολετί των ανθών σου
Γυμνή μέσα στο φως των ήλιων σου
και στα φτερά του ανέμου επάνω
ένα δάκρυ γεννάω, ακριβό
ακριβότερο απ’ όλη την αγάπη που ήξερα
να σταλάζει μέλι ξανθό ασταμάτητα
απ’ της καρδιάς το βαθύτατο άνοιγμα

Καλπάζει ο άνεμος ακόμα
φιλεί στο διάβα του τη σταγόνα που στάζει
ελαφριά την κάνει
ελαφρότερη απ’ τ’ αυγινό φως
απ’ τ’ αέρινα μαντήλια που υφαίναμε
σε νυχτιάτικο όνειρο
απ’ τ’ άλικα μαλλιά του

Την ταξιδεύουν τα στάχυα του τώρα
κι η γλύκα της δεν φτάνει ως στα χείλη μου
είμαι εγώ που την αρνιέμαι
που την κρατώ έξω απ’ το νερό
Στεγνώνει και χάνεται
Χάνεται;

ΕΝΑΣ ΧΡΥΣΟΠΡΑΣΙΝΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ

Ένα χρυσοπράσινο σκαθάρι
μπήκε μ’ ορμή και βουητό απ’ το παραθύρι μου
Κοντοστάθηκε μ’ ανοιγμένα τα φτερά του
στην άκρη της κουρτίνας
Περπατώντας στ’ ακροδάχτυλα το πλησίασα
ήθελα να τ’ αγγίξω
Μη φοβάσαι, ψιθύρισα, έλα στην παλάμη μου
Μ’ εμπιστεύτηκε ,τραγούδησε
κι άπλωσε τις φτερούγες του στον άνεμο

Ένας κόσμος που δεν ήξερα
μια σοφία που δεν υποψιαζόμουν
μια ανταλλαγή ανεκτίμητη
ένας χρυσοπράσινος θησαυρός

ΑΛΓΥΝΟΜΑΙ

Αλγύνομαι στο σκοτάδι
ένα ξέφωτο αναζητώ
στο πέραν να βγω
να πορευτώ στους δρόμους του σύμπαντος
χωρίς φόβους δίχως αλυσίδες
ένα κύμα φωτός να μ΄ αγκαλιάσει
σε κήπους γαλαξιακούς
Να βυθίσω το σκοτάδι μου στο φως
μήπως και δυνηθώ να τ’ αντικρύσω

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

Ένα ποίημα, φλεγόμενη βάτος,, ασφυκτιά
μέσα στις συντεταγμένες της νόησης
δεν αποκαλύπτει το φως του

Ένα ποίημα το γεύεσαι μέσα σε ζωντανό κορμί
μ’ όλες τις αισθήσεις ,πώς αλλιώς να υπάρξει;
Το φοράς στο δέρμα σου και σε χαϊδεύει ή σε σχίζει
ή δεν υπάρχει άγγιγμα
Εισχωρεί στην ανάσα σου και ευωδιάζει ή σε πνίγει
ή δεν υπάρχει άρωμα
Εικονίζεται στα μάτια σου
ομορφιά ανθισμένου πελάγους ή καμένης γης απουσία
Το δαγκώνεις με τα δόντια σου κι αναδεικνύεις
τη γεύση του
Ακούς μελωδία ή πλαταγή κι ανατέλλουν
ή χάνονται τα βήματα του χορού σου

Κι αφού μ’ όλους τους τρόπους το γευτείς
σε ταξιδεύει με τα πουλιά του
στων Ερώτων τα άδυτα
να εγκυμονήσεις το σπέρμα του
το δικό σου να γεννήσεις τραγούδι

ΕΥΧΗ

Όμορφο που ’ναι το μπουμπούκι
αγκαλιασμένο με της πρωινής πάχνης
τα δάκρυα
Ομορφότερο με τα πέταλα ανοιγμένα στο φως
την ακριβή τύχη αν έχει
Των χρόνων τα σημάδια ν’ αγαπάς
αν έγνοια σου είναι το άνοιγμα

ΜΗΚΕΤΙ 11
ΕΝΑ ΝΑΥΑΓΙΟ ΚΑΛΛΙΤΕΡΑ 13
ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ 15
ΕΝΑΣ ΜΕΛΟΓΡΑΦΟΣ ΑΝΕΜΟΣ 17
ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΑΝΑΣΑΙΝΟΝΤΑΣ 19
ΣΩΜΑ ΜΟΥ 21
ΣΤΟ ΒΥΘΟ 23
ΣΑΝ ΑΛΛΟ ΔΕΡΜΑ 25
ΑΝΑΤΟΛΗ 27
ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ 29
ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΨΕΜΑΤΑ ΘΑΜΜΕΝΑ 31
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΖΕΥΞΗ 33
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΜΝΗΜΕΣ 35
ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ-ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ 36
ΑΦΡΟΓΕΝΕΙΑ 39 ΜΑΣΚΕΣ ΟΜΟΡΦΙΑ
ΑΓΚΑΘΙ 45 Ω ΚΟΡΕΣ ΙΕΡΕΣ 46
ΚΛΑΔΟΝ ΕΛΑΙΑΣ 47
ΕΝΑΣ ΧΡΥΣΟΠΡΑΣΙΝΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ 49
ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ 51
ΕΝΑ ΔΑΚΡΥ ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ 53
ΑΛΓΥΝΟΜΑΙ 55
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ 57
ΕΥΧΗ 59