Ένα βαλς στο κύμα


Ριπές ανέμων
ραΐζουν
ράχες βουνών
στα ρήματά τους εκρήγνυμαι
    ανιχνεύω κομμάτια φωτός
    στα βλέφαρα των κοιλάδων

    ρέω σε ρήγματα γης
    σπείρομαι
    σπουδάζω την πέτρα
    στέργω το χώμα
    φύομαι χρυσή

    ιππεύω τον ήλιο
    στο χόρευμα της χλόης

Ένα βαλς στο κύμα © Κατερίνα Γναφάκη, Σμυρνιωτάκης Εκδοτική, Ιούνιος 2009

Ι. ΒΑΛΣ
Βαλς Ι

Αρπίζεις σε λα
απ’ το βαλς των ακτίνων
πορφυρώνεσαι

Λάδι γιασεμιού
φυτίλι αναφλέγεις
άσβεστου λύχνου

Φωτίζεις νύχτα
τρικυμισμένης αφής
μεσοπέλαγα

Σ’ αβέβαιο φως
το σώμα κατοίκησε
φουσκοθαλασσιά

Κοχύλια μάτια
κόκκους άμμου σφαλίζουν
μαργαριτάρια

Καρδιά τ’ ουρανού
δένεις κόκκινες ρίζες
στη γη των σπλάχνων

Τραγούδι νερού
στα λαβωμένα πουλιά
της πικραγάπης

Στον ωκεανό
εκβάλλει χορεύοντας
ο ποταμός σου

Το όλον μας ξεφεύγει

Φιλί στο κρύσταλλο της βαρυχειμωνιάς
Ο γεωμέτρης των νερών
βροχές ετοιμάζει
Γατόπαρδοι γλιστρούν στο χιόνι
Το σιωπηλό ανέρχεται στη γλώσσα
θέλει να τραγουδήσει
Να ακούς
Να ακούς τη σιωπή
όταν χαράζει βαθιά τις βεβαιότητες
μέχρι να ραγίσουν
Τότε που βλέπω και μου ψιχαλίζουν τα μάτια σου
τα αόρατα που μιλάει η καρδιά σου

Αυτοκράτειρα

Στάζεις σαββατιάτικη ομορφιά
σκοτεινά αρθρώνεις φωνήεντα
καλλιγραφημένα με λάμδα
Στρογγυλεμένα στις προεξοχές
τα μαβιά ανθέμια

Με καλείς
κι ανοίγονται παράθυρα
Ένθεη παραδίνομαι στη θέα

Λευκό πουκάμισο πουλιά
λινό λεπτό μαντίλι
κήπων ανάγλυφα ανατολής
κόσμημα πορσελάνης
τσάι γιασεμί
αργά αργά το φέρνω στα χείλη
εστιάζω το ράγισμα:

Αυτοκράτειρα
μέσα στη ρωγμή ζυγιάζει
στο δεξί το δόσιμο
στο αριστερό το δέξιμο

Του Φλεβάρη φεγγάρι

Σε αναπνοή νύχτας βυθίζομαι
ένα φεγγάρι κόβει τα μάτια
ατλάζι χρυσό απ’ το πινέλο του
ζωγραφίζει ιδεογράμματα
στο κόκκινο της αφής σου
άστρο με τόξεψε
έμεινα ξέπνοη

Ένα

Σαϊτιές στο χώμα
λαβώθηκαν οι αρτηρίες της γης
κόκκινο ανεβαίνει στους λόφους
τα φύλλα στάζουν αίμα
βάφουν τις μελλοθάνατες νύχτες μου

βρέχει όλη νύχτα, κόκκινα στάχυα
ένα δρεπάνι στάζει αίμα
μέσα στο όνειρο του θανάτου
μπουμπουκιάζει η ζωή

τοξεύω ένα τραγούδι στο πέραν
κι από άναρθρους στίχους
ένα πουλί γεννιέται στο στόμα μου

Να σμίξω

Σκοτεινό ποτάμι
στις φλέβες σου
Ουρλιάζουν νύμφες
ξωτικά στις όχθες του
Κράτα με
ταξίδευέ με
στα ριζώματα
των υγρών σου κήπων
Χορεύοντας
στο ρεύμα του νερού
να σμίξω με τη θάλασσα

Αναμένεται άνοιξη πάλι

Με όλους τους τρόπους η άνοιξη έφτανε
φλόγες ταξίδευαν στο πέλαγος των ανθών της
άνοιγαν με βιά οι σπόροι του κορμιού
χόρευε η θεά στον ύπνο της
ξύπναγε μέσα μας
άγγιζε με τα φύλλα χέρια μας
ρούφαγε χυμούς γης με τις φλέβες των ριζών μας
ένα πουλί φτερούγαγε απ’ τα ρόδια στήθη μας
να τσιμπολογάει τους καρπούς μας
ένα πουλί τραγουδιστής
ξέσπαγε με ένα τραγούδι ουρανοθύελλα
να ξεχύνονται άστρα
σώπαινε, φώλιαζε στο θησαυρό μας
αναμένεται άνοιξη πάλι
ξαναφυτρώνει ο σπόρος
ιερός τόπος αυτό το σώμα
ένα σύμπαν πάμφωτο και σκοτεινό
ανοιγοκλείνουν με ευγνωμοσύνη τα βλέφαρα
να σχεδιάσουν την επόμενη στιγμή
με τα μελάνια μάτια του

Να κινήσω τη νύχτα

Ροδίτης
σε πατητήρι του Σεπτέμβρη
στεγνώνω στου ήλιου το πέλμα
ό,τι το κορμί μου στάζει
να κινήσω τη νύχτα
στης κληματόβεργας μου τη λήθη
για της αγάπης το πιόμα μόνο

Τα βάθη των φύλλων

Η αγάπη μου έχει μάτια
και τέσσερις ανεμώνες
ανεμοδείχτες
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα

Με ένα κλειδί
στις μύτες των παπουτσιών της
ανοίγει μια πύλη
για ταξίδια
σε ένα άλλο κομμάτι του χρόνου
να ακούω γέλια της πέτρας
στο φίλημα του νερού
καθώς ποτάμια
συνομιλούν με τις όχθες τους

Νότες

Ίριδες ανεμίζουν σε ακτής γκρεμνό
άνθια στο ξεδίπλωμα θάλασσας
αγναντεύει καρδιά αφημένη
στων βράχων τη μοναξιά
ξεθωριάζοντας τον μέσα της γιαλό
στου ήλιου το φίλημα

Νιφάδα χιονιού μακριά απ΄ την καρδιά μου
σε αραχνοΰφαντο μωβ ξεχασμένη
απ’ το απύρι του ήλιου δάκρυ
δροσοσταλίδα στη μασχάλη της ίριδας
διαπερνώντας τους πόρους των φύλλων της
των ριζών της συλλαβίζω το ποίημα

Ήλιοι, ρινίσματα άστρων
τοπία φωτός στο φλεγόμενο χιόνι
μάτια θρυαλλίδες το κύμα
παφλασμοί ακούγονται
κλείστηκε ο χρόνος
σε ροδίτη χαλαζία

Σπήλαια, ποταμοί
άμφια υδάτων
με τυλίγει σκοτάδι ,μετέωρη σκόνη
ακτίνα αυγής στα νερένια μου μάτια
γη μου, γη, σώμα μου
άνυδρο αφήνω αυτόν τον φόβο

Ανοίγεσαι στο άχρονο της αγάπης
κι άνθρωπος, δέντρο, ουρανός
έρχονται σιμά σου
πας πέρα από την οδύνη

δεν είσαι πια ο ίδιος
κοιτάζεις χωρίς να κοιτάζεις
μέχρι να ετοιμαστεί το καινούριο
με χρώματα από τραγούδια κήπων
από ματόκλαδα, κληματίδες

Γη μου, αγάπης άναμμα
πάλι χωρίς αυγή
δεν εξερεύνησα όλη τη θάλασσα
ευανάγνωστό δεν έκανα το όνομά μου
να το σβήσω
ξεσκίζω ξανά τις σάρκες μου

Πόθος χωρίς σχήμα
θλίψεις
ο κόσμος σπασμός
απ’ την άλλη όχθη σου φωνάζω
έλα βυθίσου, χόρεψε
σου απλώνω το χέρι μέχρι το τέλος

Κόσμοι φτιαγμένοι από μουσική
τίποτε άλλο παρά ήχοι
νότες
περιπλανιέμαι τυφλή ακόμα
δεν έχουν φως τα μάτια μου
μόνο ήχοι σπιθίζουν
θυμίζουν το όνομά μου
ευανάγνωστο

Τυφλή διασχίζω θάνατο ζωή
μνήμη αναδεύει σπλάχνα
οι νότες
άμμος αναρίθμητη

Σε ναρκισσιστικά πελάγη

Άχρωμη, άοσμη, άγευστη, καρδιά
υποταγμένη στο νου
με έπαρση προστατεύεις μιαν εικόνα
κρύβεις μηδέν μηδενίζοντας

Ακριβό τίμημα

Μυρίζει στη μνήμη
το δέρμα σου
ξυπνώντας άνεμους τρικυμίας
στο αίμα μου

Φυσάνε κι αρπάζουν
δεκατέσσερα φουστάνια
απ’ το σώμα μου
αποφλοιωμένη με σέρνουν
σε κηρήθρας μέλι με φέρνουν

Άλικο φέγγος
σε παλάτι των Τανγκ
Έκταση χορδών
ωραιότης καρπών
τα αρχαία μου μάτια ανοίγω

Ανατέλλεις ήλιους
στη νύχτα μου
σπαράζουν φεγγάρια
στο κόκκινο των φιλιών
η σκιά σου ακριβό τίμημα
στο αρχέγονο θηλυκό

Πνοές

Από χείλια πίδακες αίμα
πένα η γλώσσα ιερογλύφος του χθες
στο νυν της ανάσας σου

Στων λιμνών σου τα νούφαρα μέλισσες
μπουμπούκιασαν τ’ άνθη στα νερά σου
μύρο ακριβό

Ανασαίνω το δέρμα σου
το γαλάζιο σου χιόνι
απ’ το στόμα σώμα μου
διασχίζω την Αλκυόνη
σε παίρνω μαζί μου παρ’ όλο τον φόβο

Σαν σταλακτίτης θραύομαι
στης αφής σου την θέρμη
νερό από δρόσους σταλάζω
πιοτό ποτάμι στα χέρια σου

Άγγιγμα ομίχλης, έμμετρον, χορεύω

Ανοίγει σαν ρόδο η καρδιά
ανεβαίνω στ’ αγκάθι του
στο μέλι του βυθίζομαι
δροσίζεις σταγόνα μου το μίσχο του
με τα νάματα της πηγής σου

Η αγάπη αυτή λάλον ύδωρ κελαρύζει
προσευχής κελάηδισμα
στους φλοίσβους των νερών
να ξεδιψάνε τα πουλιά μου

Σκύβουν στο γράμμα του ήλιου τα μάτια μου
μεταφράζοντας το αποτύπωμά του στα σώματα

Κι έτσι ροδόξυλο γεύομαι και μύρτο
μ’ όλη την έγνοια της άνοιξης
να θρέψει μπουμπούκια βλαστών
στη μήτρα της, για άρτο και οίνο
απ’ τα σταφύλια του Αυγούστου
και του Ιούλη το σιτάρι

Κοινώνησες κόκκινο
ματωμένων χειλιών
πυριφλεγής
απ’ την ενέργεια της θεάς
αν επίγνωση έχεις
τους κωδικούς θα σπάσεις

Γι’ αυτό η καρδιά μου σου φωνάζει:
Να ζωγραφίσεις το ποτάμι
ποιος ξέρει
μπορεί να ζωντανέψουν τα νερά του
και τότε νύμφες μαγεύουν την όραση

Έχασα το σανδάλι μου στο πέλαγος του φεγγαριού
σε νύχτα πανσέληνο άλλαξε σχήμα ή αγάπη

Εκατοντάφυλλο

Από ρόδο φιλί εκατόφυλλο
φύλλα τίναξες μύρα να ανασαίνω
Τυλιγμένη στους κήπους
την ανοιξιάτικη βροχή σου προσμένω
Είμαι όλη μια σταγόνα προσευχής
στον μίσχο του ανθού σου
Στο θυμίαμα του φιλιού
αστερισμών ύμνοι εσπερινοί ακροβατούν
στο βαθύ μπλε της φωνής μου
Δεκατρία μαργαριτάρια κοσμούν το κοχύλι μου

Όλο χιόνι

Φυσάει στα δέντρα χείλη σου
Άγριο κρύο
Χιονίζει στα μάτια, στις ρίζες του λαιμού
Νιφάδες καλύπτουν το στήθος
Με καρφώνουν σταλακτίτες κόκκινοι
Θρυμματίζομαι

Αστράφτουν μάτια στη θέα του χιονιού
να το λιώσουν αγάπης ψιχάλες
Με κατακλύζουν νερά
Σε φωτιά ηφαιστείου εξαχνίζονται οι νύχτες μου
Μαύρο βελούδο τυλίγει τον Σείριο
Πού πήγε η αναπνοή μου;

Θέρος

Το ένα μοιράζεται ξανά
γίνεται θέρος
κρανίου τόπος
δεμάτια στάχυα τα κορμιά
τα λιχνίζουν πιρούνες
στο αλώνι του Ιούλη
τ’ αλωνίζουν άλογα
ποδοπατώντας τα
για τον άρτο της ζωής
Όμως
πού ο άρτος και ο έρως
για ποιον το άλγος και το θέρος

Αμφιτρίτη

Έβρεχε ασταμάτητα, μύριζα χώμα
έσταζα δάκρυα στην ανάσα του
Σαν υμενόπτερο
στην έκπτυξη των φύλλων
ταξίδευα στο γιασεμί σου

Νύχτωσα μια δικιά μου νύχτα
με της σιωπής σου τα σταφύλια
Άμυνες έστηνα στη σκοτεινιά της
Ανταριασμένη τόσο, πώς πουλιά μου
για σας να κεντήσω  ουρανούς ;

Προχώρησα την αντίφαση
σε στηθαία μουράγια  θάλασσας
Βυζαίνω αρμυρό, νήπια τριτωνίδα
σε βιβλιοθήκη από νερά
με ένα φύκι σελιδοδείχτη
στη  φτιαγμένη
από θαλάσσια κύματα βίβλο μου

Κραυγή

Αδιέξοδες λέξεις
έναν ήχο δώστε μου
να ξεκλειδώσω την καρδιά σας
Ασημένιο φεγγάρι το τοπίο σας
ακατοίκητο
ίχνος πουλί δεν άφησε

Στ’ ασήμι σταυρώνω
αγάπης καύμα
παρουσία απουσίας
πέρασμα θύελλας
αναμονής φαντάσματα
για πληρότητα συνάντησης

Δημιούργησε λες
καθώς λιώνει τ' ασήμι μου
Μόνο κραυγή μπορώ να βγάλω

Άπιαστο

Τοπία κατηφορικά
αδιατύπωτα
σαν γκρεμνός στο όνειρο

Έμπαινα στο νόημα
από ποταμόπνιχτα μάτια
βλέμματα λοξά

Κρυφά, κλεφτά σε νεροποταμιές
αμίλητα νερά
ομιλητικά, ανυπεράσπιστα δάχτυλα
πηγές και δάση

Μάτια της συννεφιάς
ιδρώνουν βράχια
ρίγος τα δέντρα στάζουν
ποτίζουν το φευγιό σου

Με αγάπης λάδι
ανάβει φύλλα το φεγγάρι
προσευχής κατάνυξη
στους φλοίσβους των ωρών

Βγαίνω από τη φλούδα θα σε βρω;
Ποτάμι η όψη μου φωτιάς
καίγονται όχθες

Με αρπάζεις με βιάση, όλος τρόμο
Γίνομαι τίποτα (όλο ποταμός)

Να χρυσίζει το μαύρο μου

Αύριο να μη γεννηθώ
στου κορμιού σου να λιώσω τη γλύκα
να με ρουφήξει η γη στον εαυτό της
πέτρωμα ορυκτό
γαληνίτης
να χρυσίζει το μαύρο μου

Αστροπελέκια

Σε δισκοπότηρο
το σώμα σου μετάλαβα
σπόνδυλο το σπόνδυλο
Οι μνήμες καίνε

Χιτώνα νέσσιο τυλιγμένη
Ντύνομαι την οδύνη
Σκουντιά θανάτου

Κόβομαι στα δυο
εκεί που θεά κράτησε
πυρσούς αναμμένους
σπίθες από δάχτυλα

Όταν τα πεδία της ξαναβαδίσω
η Κόρη θα χορεύει στα περβόλια
θριαμβική η ζωή
θα ξεχειλίσει
της επιθυμίας το αυλάκι
την αρπαγή αναμένοντας

Ταγμένες

Με δύναμη νου
ξεριζώνω ρίζες καρδιάς
Να γδυθώ ψευδαίσθηση
αγάπης
Δεκατρείς ξεπροβάλλουν
σε κάθε λαβωματιά
Βαθαίνοντας
σε κρύπτη γης
Ταγμένες σε μύηση θανάτου

Μυσταγωγία

Δίνες τρικυμίας
θεάς στα βάθη ξύπνημα
τρέμουν τα νερά

Χορός θανάτου
σε άβυσσο έρωτα
Σε κατάνυξης δέξιμο
άγγιγμα σπινθήρας κεραυνών
άστραφταν στη ραχοκοκαλιά
μαύρα αστέρια
Θεοί στην θύελλα μέθαγαν
Μυσταγωγία
Ρίγος σ’ ανείπωτα μυστήρια

Στο δέος πύλες έκλεινες

Τώρα τι; Η αθωότητα των πουλιών;
Ένα ένα σκοτώνω τα πουλιά μου
είναι Σειρήνας το τραγούδι τους
τα ντουφεκίζω στον αέρα
άγουρα βύσσινα

Σβήνουν φιλιά
που άγγιζαν ουρανούς
Αλύτρωτα δάκρυα

Πλάνεμα

Δάκρυα η θάλασσα
Ελικοβλέφαρης στεναγμοί
για την ψευδαίσθηση της αγάπης
Γι’ αυτό και το πλάνεμα
η σαγήνη, η ομορφιά
στο γαλάζιο σεντόνι της
Η αλμύρα της, στάχτες από δάκρυα
πύρινα της αγάπης

Αγάπη σε φωνάζω
και τρέμουν
οι ίσκιοι των φόβων

Αναπνέω;

Θάλασσας κύμα, σπάραγμα
Κλαίνε μάτια όστρακα
στο ωκεάνιο μπλε της ύπαρξης
Καταλύεται το κόκκινο κι αναγεννάται
Ρινίσματα ήλιου
πυρπολούν πυραμίδες σπονδύλων
Άφατη συγκίνηση
Αναπνέω;

Προσευχές

Αύρα φιλιού
βυθός τα χείλη
κύμα σηκώθηκε
ναυάγιο στις ακτές τους
καράβι ανάρμενο θαλασσινό κοχύλι

ίχνος από φως δε φώτιζε
φεγγάρια βούλιαζαν στην άμμο
σκοτεινάγρα άρπαε φέγγος
φλούδες όστρακου στο άγριο κρύο
πανωσέντονο νύχτας

σίγησαν γρύλλοι
νερά τρίβανε βότσαλα
νωπό το θερινό ηλιοστάσιο
στον ώμο του Ιούνη
ποτήρια θάλασσα η λύπη
ανήλιαγες κέρναγε στιγμές
δάκρυα πεταλίδες κύλαγαν
κτένια, χελιδονόψαρα
να τα ψαρεύεις με δίχτυα λόγια

γυρνάει ο ήλιος;
στεγνώνουν οι ακτές;
λοφάκια άμμου τα βότσαλα;

καταπίνω κόκκους
ξεδιπλώνω έρημο
εφτά καλοκαίρια στη λήθη
καμιά όαση
τεντώνεις χέρια οριοθετείς αποστάσεις
μην αγγιχτούνε καρδιές

χορεύει παλμός
σε ιεροτελεστία θανάτου

τι κουβαλούν γλάροι παραταγμένοι;
στάχτες; απόηχους ;

μεταλλάζω δάκρυ
ανοίγω παράθυρο στη νύχτα
ελευθερώνω τα πουλιά

άδικα στρέφω το πόμολο
ψευτίζουν τα χαμόγελα της μέρας
με σκοτεινιάζουν πιότερο
τεντώνω χέρια ποτάμια καρδιάς
ξεχειλίζει αβάσταχτο κόκκινο
χορεύουν δάχτυλα

όπως λιώνω ώριμο βύσσινο
στου ήλιου τ’ ανήμερο χάδι
διασχίζω το τελευταίο καλοκαίρι
πέρα από τον κύκλο των εποχών

φθινόπωρο δεν επιστρέφει
απ’ αυτής της αγάπης το βάμμα

Μυθογραφία

Ό,τι φέγγει μες στα μάτια
το ’χω δει ξανά
Επιστρέφει απ’ τον χρόνο
Της καρδιάς μου η τέφρα
μιας Τροίας μάχες
Άκου τα πουλιά
αστράφτουν
Εγκαύματα

Έκσταση

Χόρευα
φίλιωνα θάνατο
επιθυμίες στέρευαν
άδειαζε ο χρόνος από νόημα
η χαρά δεν είχε όνομα
ούτε χτες ούτε λόγο
ήταν εκεί
παρουσία που κύκλωνε κάθε απουσία
όλος ο κόσμος μάτια

Βαλς ΙΙ

Μαύρο το λευκό
σε καιρού χαλάσματα
μεταλλάσσεται

Το άτι του νου
εναργή ηνίοχο
αναζήτησε

Της θλίψης το ντο
να φέρει σ’ απόγνωση
προσπερνώντας με

Σκοτεινάγρα
μαύρο μέλι
καταυγασμός

Ηλιάνθεμα
ανοίγονται οι σκιές
ηλιοτροπισμός

Απρόσμενο σι
οι βιόλες κουρντίστηκαν
χορός ανέμου

Μάγεμα ήχων
στο πράσινο φόρεμα
της πικροδάφνης

Θείων ερώτων
ακατάληπτων μυστηρίων
η φανέρωση

Μυρίπνοη γη
τους σιβυλλικούς λόγους
εξιχνιάζεις

Ηλιακό φως
κοσμικές αρτηρίες
αναδόμηση

Υπήρξα;
ιεροτελεστία
φιλιού

Άνοιγμα καρδιάς
τοπία ανάφλεξης
τάραγμα φέξης

Ροές αγάπης
αιμάτινο λιόβγαλμα
αναταράξεις

Στα φυλλώματα
τα βέλη της άνοιξης
ανθοφορία

Αχνίζει αίμα
στης τίγρης το ξύπνημα
χάρης δωρεά

Μετάβαση

Αγάπης δρόμοι ανοιχτοί

Γυμνόποδη περιπλανιέμαι
ποτίζοντας τη διψασμένη γη
ηδύοσμο θαλασσινό

Ασυγκράτητο κύμα ακτινοβόλο
κρασί μαύρο σταλάζει στο στέρνο μου
μεθούν ωρών άκρατα χείλη

Πυράδα σπονδύλων με καίει
ασμάτων ήχοι με δονούν
Βουβή σ’ αυτό το δέος
κόλλησε η γλώσσα στον ουρανίσκο

Ω, υμνώντας εν κύματι θαλάσσης
γυμνή την αγάπη
αφρόν εκπνέω στου χρόνου το άδειασμα

Υγρό φουστάνι μου υφαίνω
ροής νερού να φτιάξω σχήμα
νήμα, των ποταμών το κύμα

Φλόγας γλώσσες χορεύοντας πέφτουν
ήχος πλάγιος ξεκλειδώνει κορμιά

Δίνες νερών, αστερισμοί, μαύρες οπές
της δάφνης μαντέματα
κουρδίζουν τσέμπαλα αλαλάζοντα

Αλλάζει η δομή των κυττάρων
ο προηγούμενος κόσμος γκρεμίζεται
μετέωρη στέκομαι
σε άλλη κατάσταση ύπαρξης

Διάττουσα σκόνη τυφλώνει καθρέφτες
τα μάτια τι να δουν;

Σ’ αγάπης γη άνθισε πνοή ωδής

Ακαριαίο

Φορώντας κατάσαρκα
πουκάμισο άστρο
έκαψα τη γη μου

Μαύρο μαντίλι

Ανάγερτα πέφτουν φύλλα
δέντρο γυμνό
στο πέρασμα της αστραπής
Στα κλαδιά του μέλισμα
πλημμυρίδα και άμπωτη

Ανοιγοκλείνοντας μάτια Αγάπης
δρόμους στο χάος κυκλοφέρνω
Οι λέξεις φθινοπωρινά φύλλα
μελίχρυσα, κόκκινα

Ακροκέραμο σιωπής
στον ουρανίσκο βύσσινα πικρά
Ανυποψίαστες μνήμες απομυζούν αίμα
Μόνο νεκρός δεν νιώθει
της λεπίδας τους το κόψιμο
Χωρίς ασπίδα, ζωντανή κρατιέμαι
σε τόσους θανάτους

Τραγουδώντας φωνήεντα
τόνους φθόγγων
ήχων κυματισμούς
αφήνω μαύρο μαντίλι
σε ορθογώνιες στήλες στο πέλαγος

Σε κύκλους από αλάτι
ονειρεύονται τα φύλλα μου
Στα χρυσά μαλλιά της Βερονίκης
ο χορός τους
Διασχίζουν σκοτεινό ποτάμι
μιας άλλης όρασης

Χορός

Λέξεις το τραγούδι;
Βήματα ο χορός;
Πλάνες, μεταμφιέσεις

Ψευδαισθήσεις ήχων
φαντάσματα κίνησης
στο καθημερινό πανηγύρι

Κίνηση να συγκινεί καρδιά
ήχος να την ξεδιπλώνει
τίναξε μαντήλι, ιερός χορός

Χελιδονόψαρο

Αιώνες περιπλάνησης σε ωκεανούς
μισοπνιγμένος στα νερά τους
να ανασάνει πώς;

Πέτα χελιδονόψαρο της Κνωσού
Σε μινωικές ωμοπλάτες
τα φτερά σου ανοίγουν

Ανεμοέλικας κάλεσμα
σε μυστική πτήση

Ενύπνιο

Με ήχους κρουστών κατεβαίνει τη γη
βασίλισσα σε καταχθόνια βάθη
μήτρα ζωής που αναβλύζει από θάνατο
τα μαλλιά της υπόγειες διαδρομές, πύλες ιερές

Με ήχους εγχόρδων ανεβαίνει τη γη
πατεί χώμα κι ανασταίνει ζωή
φυτρώνουν κρόκοι στο άνοιγμα των ματιών της
στα κοφίνια της φωλιάζουνε μέλισσες

Ήχοι πνευστών στης Κόρης τους κήπους
σε Ασκληπιείο ιερό, στεφάνι κισσού
χρησμούς πληγών ερμηνεύει
ασυμμετρίας αρμονία υμνεί

Μαντίλι στο στέρνο

Δένω μαντίλι στο στέρνο
το παλιό μου ρούχο πετώντας
τη θάλασσα περνώ
τους ανέμους, τα κύματα

Μαντίλι στο κύμα, κορμί γυμνό
κρατιέμαι πνοή μου πίσω να μη δω
σε γη να βγω

Βύθισμα σιωπής
στου φόβου το άδειασμα
Ωδίνες οδύνης
Των κοριτσιών φωνές
τα σφαλιστά μάτια ανοίγουν

Ένδυμα νέο φορώντας
αναπολώ το ταξίδι

Παρατηρώντας χωρίς προσμονή
στο άχρονο της αγάπης γυρνώ

Κατάρτι

Από την Αία στον Άδη
αναμέτρηση με το σκοτάδι
τρέφω τη δύναμή μου
δεμένη στον ιστό μου

Αναζητώ

Στα όρια της όρασης
γκρεμοτσακίζεται ένα πράσινο
κόσμος ακίνητος, ασυγκίνητος

Πίσω από τις ίριδες
στην άλλη όχθη των ματιών
η ζωή σπασμός άναρθρος

Ταλάντωση, από τη λήθη στη μνήμη
Αναζήτηση την κατάρρευση εμποδίζει
καθώς αλήθεια αναδύεται

Ανοιγοκλείνω πύλες
παραμορφωμένοι καθρέπτες
η μορφή μου δικό σου καθρέφτισμα

Θάλασσα σιωπής
ανάμεσα σ’ αυτό που είμαι
και σ’ αυτό που σχεδίασα

Ακόμα δεν έμαθα, ποτέ δε θα μάθω
βρίσκει κανείς μέτρο
να ισορροπήσει όπου η καρδιά σκιρτά;

Μελάνι από φως

Διαπερνώντας την ομίχλη
μελάνι από φως
χαράζει το δέρμα
Στάζει στη νύχτα
ζεστό αίμα
Ανοίγουν τα σύννεφα
στα άνυδρα καλοκαίρια

Χωρίς ελπίδα

Σφιχτά δεμένη
με σχοινιά προσδοκίας
κόμπους λύνω

Ξεδιπλώνοντας
φόβους μυστικούς
αφήνομαι
σε ένα ζάλο ελευθερίας

Νύχτα

Σχοινί στο λαιμό
τα οδυνηρά συναισθήματα
που έκλεινα σε κρύπτες οστών
Χωρίς προσπάθεια λύνω

Ακροβατώντας στα σύμβολα της νύχτας
ένα λευκό δαχτυλίδι ξεκλειδώνει τις μνήμες
Ένας μελογράφος άνεμος σχηματίζει τις νότες
επιτρέπει στον ήχο να κινηθεί εσωτερικά
φέρνει άλλα νοήματα

Θαλασσαστραπή

Μ’ άρπαξε δίνη θάλασσας
ένα δέκατο δευτερολέπτου
παρευθύς επέστρεψα
με την ίδια ταχύτητα
η επιστροφή δε με θέλγει
τι γύρευα στα αγκάθια ανυπόδητη
μοιάζει να αναρωτήθηκα
μια μνήμη ξυπνάει
κι ο φόβος με δένει
πόδι σε στεριά πόδι σε θάλασσα
να ισορροπήσω βάλθηκα
σε νερό και φωτιά περιστρέφομαι
εγγράφοντας γαλάζιους κύκλους
στα κόκκινα τετράγωνα που με ορίζουν

Δύσπιστα μάτια

Σ’ ονόμαζα
καθώς πύλες άνοιγαν
στα δύσπιστα μάτια μου
Τα πόδια κόλλησαν στην πύλη
βήμα να κάνω δεν μπορώ
Άμποτε να δραπετεύσω
απ’ του νου τις συμπληγάδες
να βρω ένα πέρασμα
να γνωρίσω το αφανέρωτο
Παίζει μαζί μου
ζωγραφίζει το όνειρο
με βάζει στη ράχη χελιδονιού
με ταξιδεύει στους ουρανούς
Ύστερα παιζογελά
και μ’ αφήνει
σε μονοπάτια τραχιά
δύσβατα

Χαρά

Η χαρά μου λόγο δεν έχει
Έρχεται, φεύγει
Τρελή είν’ η χαρά μου
ορμητικό ποτάμι είναι
Ο χορός του ζέφυρου είναι
Να τη μοιραστώ είναι η λαχτάρα μου
Τριαντάφυλλο είναι, αγκάθια και πέταλα
Φωνάζω και τρέχω, χορεύω κι ανθώ
Ευωδιάζει ρόδα η χαρά μου
η χαρά που έρχεται σε μένα
χωρίς εγώ να ξέρω πού βρίσκεται

Άνεμοι

Ντυμένα θάλασσα
τα μάτια του θεού στη φτέρνα μου
αγάπης φύλλα ξεφυλλίζουν

Άνυδρο καλοκαίρι ένα λουλούδι δε δρόσισες

Ας με βλέπει ο Αίολος πως περιπλανιέμαι
κι ας καταδεχτεί να μαζέψει τους ανέμους
Άνοιξα πάλι τον ασκό, άλλαξα πορεία
Επιρροές
Μάτι της νύχτας ποταμέ
ολόγιομο
με σπρώχνεις στις όχθες σου
Νιο το φεγγάρι
ματοτσίνορο
στο κέντρο σου κυλώ
αγγίζω θάλασσα

Καταρράκτες από φως
πυροδοτούν μνήμες κυττάρων
ξαναβρίσκω το γέλιο μου
στους κύκλους των νερών

Της άνοιξης

Μητέρα της χαράς και της οδύνης μου
ξελογιάστρα μάγισσα
περιπλανήθηκα σε κάμπο ολάνθιστο
σε πλατύ ποτάμι, ολόδροσο έσκυψα
των βαθιών σου πηγών 
το ελαφρύ κελάρυσμα αφουγκράστηκα
κράτησα τα μπουμπούκια σου 
στις χούφτες μου
η μέλισσα μου 'μαθε 
τους ψίθυρους των αγριανθών
ο συκοφάς το πέταγμα
γονάτισα στο χώμα σου
και φύτρωσα

Κίτρινα κι άσπρα πέταλα
στις άκριες των μαλλιών
στους ώμους, στις παλάμες
στις φτέρνες των τρύπιων παπουτσιών
η άνοιξη έλεγες πως μ’ έντυνε
κι αγριεμένη μισάνοιγες μάτια
εγώ την ντύθηκα, ψιθύριζα
άρπαζα δρεπάνια κι έφευγα
τρομαγμένη κι ανήσυχη
κι όπως έφευγα λουλούδιαζα
ω νύμφη της άνοιξης

Όχι, μη με σκεπάζεις με τα μύρα σου
πότε δεν όριζα μερτικό από το καλοκαίρι σου
με βιά σε ένα φθινόπωρο με άφηνες

Βαλς ΙΙΙ

Λάξευμα πέτρας
άχνη σκόνη σκέπασε
τέχνης άγαλμα

Σ’ ανέμου πνοή
αποκαλυπτήρια
θείο θάμπωμα

Στο πατητήρι
αμπέλου γεννήματα
αποστάγματα

Στροβιλίζομαι
απειρόμορφο δράμα
τα χορικά σου

Σπηλιές τεράτων
σ’ αγγελικές προσόψεις
οδοί εγκάτων

Φιλιού χάρισμα
κολχικόν βολβόριζο
αντιδώρισμα

Ηδονή στήθους
γάλα γλυκύτατο
νέκταρ ρέει

Θεματοφύλακας
ο χρυσός σκαραβαίος
άλτης του χρόνου
ΙΙ. ΣΤΟ ΚΥΜΑ

Ό,τι αγκάλιασε το κύμα

Γνώρισμα της ποίησης είναι να συγκινεί, να αλλάζει να μεταμορφώνει, με έναν μόνο λόγο μέσα σε μια στιγμή γιατί περιέχει σοφία καρδιάς.
Κάτι που δεν μπορεί να κάνει με τόση ευκολία ακόμα και ένα βαθυστόχαστο κείμενο.
Ωστόσο η ποίηση δεν είναι φιλοσοφία κι όταν προσπαθεί να κάνει κάτι τέτοιο χαϊδεύει μεν τον νου αλλά δεν μπορεί να συγκινήσει βαθιά και να μεταμορφώσει τις ζωές μας.
Οι ποιητές βέβαια συνήθως στοχάζονται πάνω στη ζωή, όμως η διάθεση αυτή για στοχαστική ενατένιση των πραγμάτων έχει νόημα στην ποίηση και αποφέρει καρπούς όταν έχει σαν αφετηρία τον σπλαχνικό εγκέφαλο και όχι κατά βάση τον νου.
Το προσωπικό μου βίωμα με έχει πείσει πως η ποίηση τουλάχιστον όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι δεν μπορεί να γεννηθεί μέσα στον νου. Τον χρησιμοποιεί, σίγουρα, αλλά δεν μπορεί να γεννηθεί μέσα του.
Η οδύνη, αλλά και η χαρά του εσωτερικού σμιλεύματος του εαυτού είναι η μήτρα μέσα από την οποία γεννιέται ένα ποίημα.
Ο έρωτας επίσης δημιουργεί καθαρή ποίηση. Ο ποιητής συνδεόμενος μ’ αυτήν την ενέργεια της ζωής και της δημιουργίας οδηγείται πέρα απ’ αυτό που γράφει. Η σπίθα του έρωτα προκαλεί μια σύνδεση με τον βαθύτερο εαυτό του κι έτσι νομίζοντας πως γράφει για τον άλλο στην ουσία βαθαίνει σε πληροφορίες που αφορούν την εσωτερική του υπόσταση.
Η χαρά και ο πόνος των καθημερινών πραγμάτων, που δε φτάνει ως τις ρίζες της ανθρώπινης ψυχής δημιουργεί τραγούδια.
Τα ποιήματα είναι νυστέρια, τα τραγούδια πνοές δροσερής αύρας.
Η διαφορά τους δεν βρίσκεται στη μορφή και τα δυο μπορούν να γραφτούν με ελεύθερο στίχο είτε να έχουν ρίμα.
Εκείνο που τα διαφοροποιεί είναι η μεταμορφωτική δύναμη που έχει το ποίημα.
Τραγούδια υπάρχουν πολλά και καλώς υπάρχουν. Τα ποιήματα σπανίζουν.
Ακόμα κι αν ψάξει κανείς στο έργο μεγάλων ποιητών θα βρει πολλά τραγούδια και λιγοστά ποιήματα.
Το λάξευμα του εαυτού είναι επώδυνο γι’ αυτό και προτιμά κανείς να λαξεύει το γραπτό του σβήνοντας και γράφοντας.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, με την γόμα δηλαδή, μπορεί κανείς να κατασκευάσει ένα άψογο γραπτό, από τεχνικής τουλάχιστον πλευράς, αλλά όχι κατ’ ανάγκη και ένα ποίημα όπως αυτό εδώ έχει οριστεί.
Βέβαια το πολυδιάστατο της ποίησης δεν επιτρέπει ορισμούς. Κάθε προσπάθεια ορισμού είναι μάταιη. Είναι σαν να προσπαθεί κανείς να δώσει σχήμα και μορφή στο άχρονο, το αγέννητο, το άπειρο.
Δεν πρόκειται στην ουσία για ορισμό, αλλά για μια προσπάθεια προσέγγισης.
Όπως και η παρακάτω γραφή αποτελεί επίσης μια απόπειρα προσέγγισης.
Ένα ποίημα
Ένα ποίημα, φλεγόμενη βάτος, ασφυκτιά
μες στις συντεταγμένες της νόησης
δεν αποκαλύπτει το φως του

Ένα ποίημα το γεύεσαι μέσα σε ζωντανό κορμί
μ΄ όλες τις αισθήσεις ,πώς αλλιώς να υπάρξει;

Το φοράς στο δέρμα σου και σε χαϊδεύει ή σε σχίζει
ή δεν υπάρχει άγγιγμα
Εισχωρεί στην ανάσα σου και ευωδιάζει ή σε πνίγει
ή δεν υπάρχει άρωμα
Εικονίζεται στα μάτια σου
ομορφιά ανθισμένου πελάγους ή καμένης γης απουσία
Το δαγκώνεις με τα δόντια σου κι αναδεικνύεις
τη γεύση του
Ακούς μελωδία ή πλαταγή κι ανατέλλουν
ή χάνονται τα βήματα του χορού σου

Κι αφού μ’ όλους τους τρόπους το γευτείς
σε ταξιδεύει με τα πουλιά του
στων Ερώτων τα άδυτα
να εγκυμονήσεις το σπέρμα του
το δικό σου να γεννήσεις τραγούδι

Όσο διευρύνει ο ποιητής τη συνειδητότητά του, τόσο οι πληροφορίες που βρίσκονται καταγραμμένες στο σύστημα διαφόρων μορφών ζωής εισέρχονται στο δικό του σύστημα. Είναι σαν να αποκρυπτογραφεί τις φωνές των έμβιων , αλλά και των άβιων όντων.
Ο ποιητικός λόγος συγκλονίζει την ανθρώπινη ψυχή γιατί περιέχει συμπαντικές γνώσεις τις οποίες κυρίως διαισθητικά συλλαμβάνει ο αναγνώστης.
Γι’ αυτό ενώ είναι απλός στην ουσία του, μοιάζει δυσνόητος. Ωστόσο αυτή η δυσκολία της λογικής επεξεργασίας του δεν μειώνει καθόλου τη μεταμορφωτική του δύναμη μιας και η ψυχοσωματική μας ολότητα διαθέτει την ικανότητα χωρίς να γνωρίζει πώς, να τον μεταφράζει από τα μέσα και να γεύεται τους χυμούς του ανεξάρτητα από τη νόηση.


Περί νοήματος ( ή αναζητά ένα νόημα 
ο εξόριστος απ’ την καρδιά του)

Αναζητώντας ένα νόημα σ’ ένα ποίημα έχεις χάσει το ποίημα. Ένα ποίημα βρίσκεται σε ενέργεια, δεν αποκαλύπτει ένα νόημα, πηγαίνει πιο πέρα απ’ αυτά που αντιλαμβάνεται η νόηση.
Αν εισχωρήσεις μέσα του, όχι ερμηνεύοντας το, όχι βιάζοντας το, έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει, να συγκλονίσει συθέμελα την ανθρώπινη ψυχή αλλάζοντας την πορεία της.
Το ποίημα είναι ένα σκοτάδι το οποίο σε καλεί να ανακαλύψεις το φως του. Παρόλο που αποτελείται από λέξεις δεν είναι λόγος, σου ζητά να το κάνεις ορατό μέσα από το βίωμα.
Είναι μουγγό, σιωπηλό, πολυκέλαδο, προάγει την αντίφαση, σου γνέφει να συναντήσεις τη σιωπή του.
Το προσεγγίζεις υπερβαίνοντας τη σκέψη, την εξουσία του ενός νοήματος και τότε βρίσκεις χίλιες και μία σημασίες να γελά η μία στην άλλη αγκαλιάζοντας τις διαφορές τους χωρίς ποτέ να εξαντλούνται σ’ ένα νόημα αλλά να προχωρούν στα βάθη της αβύσσου.
Καμιά υποχρέωση επικοινωνίας δεν έχει η ποίηση.
Αυτό το άναρθρο που απλώνεται μέσα μας μπορεί τελικά να ντυθεί με το φουστάνι των λέξεων χωρίς να πάψει να λειτουργεί ;

Εδώ στην κόλαση

Το μόνο που θέλω είναι να ζω στην κόλαση, φώναζα.
Ήρθε τότε ένας άγγελος, κομμάτι του εαυτού μου αναστημένο, να με τραβήξει απ’ το σκοτάδι μου.
«Είμαι απασχολημένη» του είπα, «αναζητώ την ωραιότητα των κρίνων, της αγάπης το φίλημα».
«Χιλιάδες πέπλα σου καλύπτουν την όραση» ψιθύρισε και με ακούμπησε με την αιχμή της ρομφαίας του στο μέτωπο.
Φεύγοντας, ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε και σκέπασε με γκρίζο τα φτερά του.
«Άνοιξα τις αποσκευές σου», πρόλαβε να πει και χάθηκε.
Το μόνο που θέλω είναι να ζω στην κόλαση. Αυτό είναι το σπίτι μου. Από οδύνη είναι φτιαγμένο το αίμα μου κι ο φόβος είναι η ροή του.
Ξανά ένας άγγελος μου τραβάει το χέρι, το μόνο που καταφέρνει να μου βγάλει τον ώμο. Η κόλαση είναι η πατρίδα μου. Υπερασπίζομαι το μόνο που ξέρω.
«Με κάλεσες» μου ψέλλισε, «να σε κρατήσω στα φτερά μου».
Όμως εγώ δεν έστειλα πρόσκληση σε κανέναν. Θέλω να μείνω στην κόλαση. Εκεί γεννήθηκα.
Δεν ξέρω πως έγινε κι αρχίζω να ξεχνώ το τραγούδι του κόσμου.
Ένα άλλο τραγούδι γεννιέται, ακούω τη μουσική του, τραυλίζω τα λόγια του.
Εδώ στην κόλαση.

Όπως ανθίζει

Στέλνω έναν άγγελο μέσα σ’ ένα μπουμπούκι γιασεμιού
τα μύρα του να σκορπίσει στην καρδιά σου
κι όπως ανθίζει τα λευκά του φύλλα
σ’ ένα χαμόγελο πρωινού ήλιου
να βυθίσεις μέσα του τα δροσερά σου μάτια
βαπτίζοντας στ’ απαλό του φως
την ανεπαίσθητη καλοκαιριάτικη θλίψη σου ποιητή μου
Ανοιχτή κράτα την καρδιά σου να σέ βρει ο ταχυδρόμος του γιασεμιού
Θέλω ν’ ακούσω το γέλιο σου
να σπάει στα δύο τα δάκρυα της ψυχής σου

Στο λευκό δαχτυλίδι του φεγγαριού

Πάνω στο δέρμα της το δέρμα σου δεν ξεχωρίζει πια απ’ το δικό της.
Βίαια το τραβά να στο επιστρέψει, να μείνει χωρίς επιδερμίδα, δίχως μνήμη.
Μάταια.
Ό,τι υπήρξε ξαναγεννά τον εαυτό του, εντυπώνεται στη χαρτογραφία του σώματος αμετάκλητα.
Τόσο βαθειά σε άφησε να εισχωρήσεις στο πέλαγος της ψυχής της που πνίγεται στα νερά του καθώς σε χάνει συναντώντας σε.
Και πώς να ημερέψει τώρα αυτήν την απουσία παρουσία σου, γυμνή ντυμένη με το κύμα δέρμα σου; Με ένα ποτάμι πράσινο αίμα να περνάει την καρδιά της απ’ της δικής σου θάλασσας τις αρτηρίες; Κι έτσι χωρίς ίχνη, αόρατο αίμα, να μεταγγίζεται η ζωή με ένα άγγιγμα. Χωρίς να αντέχεις τις λέξεις, την ανάσα που την φέρνει σε σένα, την αγωνία των ματιών .
Ακόμα δεν ξέρει τι ψάχνει μες στα μάτια, τι κοιτά με τόση ένταση. Τι είναι εκείνο;
Η πόρτα έκλεισε ανοίγοντας. Σφράγισε τα χείλη. Μίλησε η σιωπή . Αυτή η ασπίδα σου. Παγιδευμένος μες στο νου φυλάγεσαι απ’ τα μάγια της και την αναζητάς μ’ ένα μαχαίρι.
Την κρύβω ρόδο μου βαθιά μέσα μου να μην την βρεις και την σκοτώσεις. Εκείνη αντιστέκεται, ξεσκεπάζει την αχίλλειο πτέρνα της, δε νοιάζεται για προστασία. Μόνο να ξαγρυπνά στο λευκό δαχτυλίδι του φεγγαριού.

Δίχτυ αύρας

Σε καρδιά που αναπνέει ανοιγμένη στο άχρονο της αγάπης
ασύλληπτο της οδύνης το μέγεθος.
Πενθώ και δε μ’ ορίζω, στο λαιμό δεμένη. Με σημαδεύω κι αστοχώ, στο λαιμό κομμένη.
Μέχρι το τέλος αγγίζω την οδύνη κι έρχεται ένα τραγούδι βροχή να ξεπλύνει το μαύρο, μιλημένο σε σκοτεινή καρδιά καταιγίδας.
Μεταγγίζει ζωή, μα μόλις ανοιγοκλείνουν μάτια.
Μια βροχή σαν ανοιξιάτικος θρήνος, επιτάφιος, έαρ μου.
Ω πώς ύψωσες τόσο ψηλά τους φράχτες σου να με στεφανώνουν τ’ αγκάθια τους;
Ακολουθώντας την έμπνευση του νου συνθλίβω την καρδιά, ψάχνω έναν μίτο να βγω απ’ τον λαβύρινθο της ψευδαίσθησης που μέσα του μ’ έριξε των σπλάχνων η αγωνία να ξαναβρώ τον παράδεισο της αγάπης .
Ήρθες να μ’ οδηγήσεις ξανά σε ομιχλώδη μονοπάτια και προτού καταλάβω καλά καλά τι συμβαίνει μια λατρεία χωρίς όρια πλημμύρισε το είναι μου και στράφηκε σε σένα που ξανάφερες στο σήμερα αγιάτρευτα κομμάτια της ζωής μου, μιας ζωής που διατήρησα τότε σε θερμοκρασία κάτω του μηδενός.
Πορεύομαι σαν παγοθραύστης στο τώρα μου, νερό κυλάει ανάμεσα σε θραύσματα πάγου, νερό και ζωντανεύουν τα κύτταρα σ’ ένα καινούριο σώμα αναστημένο.
Λιώνοντας βρίσκομαι σε ένα άλλο επίπεδο δύναμης, όμως πώς να διαχειριστώ τον πόνο σ’ ένα ζεστό κορμί;
Αμφιταλαντεύομαι κάποτε, μα κάθε βήμα με οδηγεί στην έξοδο. Ωστόσο ακόμα βαδίζω σε σκοτεινό μονοπάτι.
Ήρθες μαζί με μιαν αντάρα.
Ταράζονται φλέβες στην καρδιά της γης, λάβα ξεχύνεται καυτή στο δέρμα.
Συνδέομαι μαζί σου κι από άλλες διαδρομές.
Άοπλη στέκομαι, δεν έχει άλλα βέλη η φαρέτρα μου.
Στα ακρογιάλια μάτια σου
άγρια θάλασσα
χόρευα τον αφρό μου
Τώρα σωπαίνω
πιασμένη στην αύρα σου
με ένα φτερούγισμα πουλιού στο δέρμα
από το χθεσινό σου άγγιγμα,
να κουρντίζει χορδές μιας αρχαίας θλίψης

Τώρα περιμένω
άγαλμα σπασμένο, φιλί τριανταφυλλί
σε σεντόνι ανατολής τυλιγμένο
βυθισμένο στα νερά σου

Ποιο φως
τα κομμάτια του παζλ θα αποκαλύψει
λευτερώνοντας αυτή την αγάπη απ’ τα δεσμά της
άλλη να μην υπάρξει νύχτα;

Ευχή

Αχνίζει το κόκκινο στους δρόμους
Ραμφίζουν τις πέτρες τα πουλιά μου
Αιμορραγούν τα τυφλά μου μάτια
Ξιφισμοί στον αυχένα σου
οι προθέσεις μας Γη μου
Ικέτιδα τώρα στο μύρτο σου
στης πνοής σου τους θησαυρούς
Να γυρέψω στις καρδιές μας το ρόδο σου
έτσι που να ’χουμε όλοι ένα τραγούδι
να βάλει σε κίνηση τα παγωμένα μας μέλη
Χορεύοντας να απλώνουμε
ένα χέρι ζεστό μέχρι το τέλος
Για να μη μιλά μονάχα
το κρύσταλλο της βροχής

Περιεχόμενα
Ι. ΒΑΛΣ
  1. Βαλς Ι 9
  2. Το όλον μας ξεφεύγει 10
  3. Αυτοκράτειρα 11
  4. Του Φλεβάρη φεγγάρι 12
  5. Ένα 13
  6. Να σμίξω 14
  7. Αναμένεται άνοιξη πάλι 15
  8. Να κινήσω τη νύχτα 16
  9. Τα βάθη των φύλλων 17
  10. Νότες 18
  11. Σε ναρκισσιστικά πελάγη 20
  12. Ακριβό τίμημα 21
  13. Πνοές 22
  14. Εκατοντάφυλλο 24
  15. Όλο χιόνι 25
  16. Θέρος 26
  17. Αμφιτρίτη 27
  18. Κραυγή 28
  19. Άπιαστο 29
  20. Να χρυσίζει το μαύρο μου 30
  21. Αστροπελέκια 31
  22. Ταγμένες 32
  23. Μυσταγωγία 33
  24. Πλάνεμα 34
  25. Αναπνέω 35
  26. Προσευχές 36
  27. Μυθογραφία 38
  28. Έκσταση 39
  29. Βαλς ΙΙ 40
  30. Μετάβαση 42
  31. Ακαριαίο 44
  32. Μαύρο μαντίλι 45
  33. Χορός 46
  34. Χελιδονόψαρο 47
  35. Ενύπνιο 48
  36. Μαντίλι στο στέρνο 49
  37. Κατάρτι 50
  38. Αναζητώ 51
  39. Μελάνι από φως 52
  40. Χωρίς ελπίδα 53
  41. Νύχτα 54
  42. Θαλασσαστραπή 55
  43. Δύσπιστα μάτια 56
  44. Χαρά 57
  45. Άνεμοι 58
  46. Επιρροές 59
  47. Της άνοιξης 60
  48. βαλς ΙΙΙ 61
ΙΙ. ΣΤΟ ΚΥΜΑ
  1. Ό,τι αγκάλιασε το κύμα 65
  2. Περί νοήματος ( ή αναζητά ένα νόημα ο εξόριστος απ’ την καρδιά του) 68
  3. Εδώ στην κόλαση 69
  4. Όπως ανθίζει 70
  5. Στο λευκό δαχτυλίδι του φεγγαριού 71
  6. Δίχτυ αύρας 72
               Ευχή 75
Φοίβον φάος φαίνω

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΓΝΑΦΑΚΗ
«ΕΝΑ ΒΑΛΣ ΣΤΟ ΚΥΜΑ»
ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ ΤΟΥ 2009
ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗ
ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ 17
10681 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ. 210 3840905
ISBN:978-960-299-869-4