Χορεύοντας

ΕΥΧΗ

Ροδανή κι ἀκύμαντη
μέ τό φευγαλέο φιλί τοῦ ζέφυρου
στά λευκά πανιά τοῦ καραβιοῦ σου
τραγούδησε
μ’ ὅλον τόν πλοῦτο τῶν ἤχων
πού μέσα σου χορεύει
καί τ’ ἀναύγητα βάθη τοῦ πέλαγους
φώτισε
κουνώντας τό μαντήλι
στούς ἀγριευτές τῶν ὀνείρων
  
ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ © Κατερίνα Γναφάκη Ιανουάριος 2006 - Ἐκδόσεις ΥΦΟΣ    

ΓΗ ΚΙ ΟΥΡΑΝΟΣ

Μέσα στοῦ φεγγαριοῦ
τά δόντια
στέκομαι κι ἄστρο ἔχω γενεῖ
Κλεῖσε τό στόμα σου φεγγάρι
καί χάρισέ μου ἕνα φιλί

Βαθιά στ’ ἀνέμου
τ’ ἄγρια μάτια
βυθίζομαι κι ἔχω μορφή
πνοῆς καί δίνης, καί χορεύω
μέσα ἀπ’ τῶν φύλλων τή ζωή

Σ’ ὠκεανούς
μ’ ἔχουν πετάξει
κι ἀπό τά μαῦρα μου μαλλιά
φύκια φυτρώνουν καί κοράλλια
κι ἔχω τούς κήπους ἀγκαλιά

Μέσα στά σπλάχνα σου
ἔχω γύρει
μάνα μου γῆ, κι ἔχω χαθεῖ
Τό μαγεμένο σου τραγούδι
ἄκουσα κι ἔγινα ἡ ζωή

Γῆ κι οὐρανός μ’ ἔχουν ἁρπάξει
μ’ ἄνθινα χέρια, τρυφερά
κι ὅπως μέ σφίγγουν
στήν καρδιά τους
στάζουν τά μάτια μου δροσιά

ΔΕΛΦΩΝ ΤΟΠΟΣ

Ἀνέτειλες, Ἥλια, φωτίζουσα
μέ τό πορφυρό σου φιλί
τῶν πέτρινων μορφῶν τό ἀνάστημα

Ἀνέτειλες βαστάζουσα τήν λύρα
καί τούς ψίθυρους
τῶν τραγουδιῶν μας

Ἀνέτειλες καί πάλι, τόν χορό
σέρνοντας
πάνω στήν ξέπλεκην κόμη τῆς κόρης
μέ τόν πέπλον τόν κυανοῦν

Ἀνέτειλες καί τά πόδια τῆς κόρης
λουλούδιασαν
καί τά χέρια της μούσκεψαν
μέσα στούς χυμούς τῶν σταφυλιῶν

Χαῖρε, Ἥλια! Τό κάλεσμα δέξου
κι ἀνέτειλε ξανά
καί ξύπνησε μέσα μας
τήν ὀστέινη μνήμη

Τό ἀκίνητο κίνησε
μέ τοῦ χοροῦ σου τή δύναμη
μέ τή δύναμη
τοῦ μαγεμένου σου χοροῦ

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΤΗ ΦΙΛΗΣΕ

Τῆς γῆς τό σπλάχνο, ἡ θάλασσα,
χυμᾶ
σάν ἄγριο ἄτι δίχως καβαλάρη
κι ὁ Ἔρωτας περίσσιο φῶς γεννᾶ
στοῦ οὐρανοῦ τ’ ἀστροζωσμένο
μαξιλάρι

Ξυπνώντας τήν ἐφίλησε
μέ τ’ ἀνθισμένο στόμα
Ὁ οὐρανός τή φίλησε
κι εὐωδιάζει ἀκόμα

Τά χείλη της τριανταφυλλί
μαβί τό ὑγρό της σῶμα
ἀπ’ τήν καρδιά του βάφτηκε
καί λαμπιρίζει αἰώνια

Ἀχνό γαλάζιο φῶς χορεύει
στίς σμαραγδένιες βλεφαρίδες της
παιχνιδίζει στό δαντελένιο της φουστάνι
Στά κυανά της πόδια ξαγρυπνᾶ
τά περίβλεπτα

Ἀχνό γαλάζιο φῶς, στά περίβλεπτα
πόδια τῆς θάλασσας

Ἕνα καράβι ὁ ἥλιος (ἡ καρδιά τοῦ οὐρανοῦ)
στό ὑγρό της κορμί ἀρμενίζει

Ἡ πλανεύτρα ἡ θάλασσα
ὄμορφη πού ‘γινε μέ τήν ἀγάπη του
τή γεννημένη στοῦ ἥλιου τό δῶμα

Ἕνα σύννεφο τῆς στέλνει
γεμάτο βροχή
Ἕνα σύννεφο πού ταξιδεύει
ἀπ’ τόν ἕναν στόν ἄλλο
ξανά καί ξανά

Ρίχνει στό σκοτεινό της φόρεμα
τ’ ἄστρα του
Τήν σκεπάζει, χωρίς νά τήν ἀγγίζει
μέ τῆς πνοῆς του τό χάδι

Κι ὅταν ἕνα τραγούδι λαχταρᾶ
νά ψιθυρίσει
θέλγει τήν ἴριδα καί βυθίζεται
μέσα της
Τό σπέρμα του γεννᾶ τόν πλοῦτο
τοῦ βυθοῦ της

Ἰσχυρός καί μεγαλόπρεπος
ραψωδεῖ στήν ἀγαπημένη του

Ὤ, πέστε μου, ποιός λάμπει
μές στά μάτια της;
Ποιός μοιράζεται τ’ ἀκριβό της
παλάτι;
Ποιός τῆς φόρεσε δαχτυλίδι χρυσό;

Ὁ οὐρανός τή φίλησε
μέ τ’ ἀνθισμένο στόμα
τή φίλησε, τή μύρωσε κι εὐωδιάζει
ἀκόμα

Τήν τρομερή τήν ὄψη της
τόλμησε νά τοῦ δείξει
μά ἐκεῖνος ἔσκυψε ξανά
γλυκά νά τή φιλήσει

ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΧΟΡΕΥΕΙΣ

Ἐλάτιες, Ρόδιες, Ἤλιες, Νέφιες
Παφλασμοί
Καί χωρίς νά χορεύεις χόρευες
τῆς ὁμίχλης τούς κύκλους
κρατώντας

Ἐρωδιοί, ἀστρίτες, λάμπουσες
γρύλλοι ξαγρυπνοῦν, τῆς ὁμίχλης
τόν ὕπνο βαστώντας
καί γλιστρώντας γλυκά
μέσα στή νύχτα, στή θάλασσα
φόρεσα δαχτυλίδι χρυσό

Στά βαθιά, γαλαζόχρωμα δάχτυλα
δαχτυλίδι χρυσό
Τραγουδῆστε κόρες τῶν ποταμῶν
Ρόδιες φίλες μου
Νέφιες, Ἤλιες,Παφλασμοί
Στά ἀγέννητα, λευκόμορφα δάχτυλα
δαχτυλίδι χρυσό

Τίς πλεξίδες σας ποταμοί ἑτοιμάστε
τά κρινένια σας πόδια τά ὑγρά
τά πρασινόφοβα μάτια
τή βουνίσια καρδιά
τό μυρένιο κορμί τ’ ἀνθοφίλητο

Εὐφρανθεῖτε ποταμοί
οἱ γεννημένοι τήν ὀμορφιά
Δαχτυλίδι φόρεσα χρυσό
στ’ ἀφρισμένο χέρι τῆς θάλασσας

ΟΛΗ Η ΟΜΟΡΦΙΑ

Ἀνασαίνω γιασεμί καί σέ θυμάμαι
Εἶναι ἡ θύμησή σου ὅλη γιασεμί
Τ’ ἄρωμα τό αἰθέριο εἶν’ ἡ δικιά σου
θέληση, ἀγάπη καί ζωή

Ἔσκυψα στό χῶμα νά φιλήσω
ἕνα ἀγριολούλουδο μικρό
φύσηξε ἀγέρας κι ἡ μορφή σου
σκέπασε τοῦ ἥλιου τ’ ὄνειρο

Ἄρχισε ὁ ἥλιος νά δακρύζει
κι ἄνοιξαν χίλιες πηγές στή γῆ
Ποιός τόν πλοῦτο ἐτοῦτον τόν ὁρίζει
ποιός θ’ ἀνοίξει δρόμο νά φανεῖ
ὅλη ἡ ὀμορφιά πού ’ναι κρυμμένη
μέσα σ΄ένα ανθάκι γιασεμί;

Ὅλη ἡ ὀμορφιά πού ’ναι κρυμμένη
μέσα στοῦ ἀνέμου τή βουή
μέσα στό φτερούγισμα τῶν φύλλων
μιᾶς φθινοπωριάτικης αὐγῆς
μέσα στ’ ἄγριο ξύπνημα τῶν κρίνων
μέσα στῆς ἀγάπης τό κορμί

Ὤ ΝΥΧΤΑ

Τόσο χαμηλά κατέβηκε ἀπόψε
τό φεγγάρι
πού φόρεσα τ’ ἀργυρό του πουκάμισο
καί μέσα του ντύθηκα
χρυσαφένιά μάτια

Μέ τά δόντια μου τό δάγκωσα
τόσο ἀληθινά, πού βυθίστηκε
στό σῶμα μου καί ταξίδεψε

Γάλα ἔτρεξε, γλυκύ, στό στῆθος μου
καί τό ’θρεψα

Κι ἄν ‘δεῖτε δυό ἄσπρα δάκρυα
στά νεογνά του μάτια
μή τό ρωτήσετε, εἶναι πού τό ’πλυνα
μέ τό γάλα μου

Ποιός θά συντροφεύσει ἀπόψε
τή νύχτα
πού στήν ἀγκαλιά μου κοιμάται
τό φωτεινό ὄνειρο τοῦ φεγγαριοῦ;

Ποιός θά τῆς τό ‘πεῖ πώς τό μάγεψα
καί τό ’κλεψα;

Ποιός ψυχή μου; Ἀνθέ μου ποιός;

Ὤ νύχτα, στήν καρδιά τοῦ φεγγαριοῦ
ἀποκοιμήθηκε ὁ στεναγμός μου

ΤΕΙΧΙΖΩ ΤΗ ΓΗ ΜΟΥ

Ὤ γυναῖκες καί θυγατέρες μου
Στό πηγάδι τοῦ φεγγαριοῦ εἶμαι κρυμμένη
γιά νά κλέψω τά μελόχρωμα μάτια σας
πού τά σκόρπισαν οἱ πέντε ἀνέμοι

Μοῦ τά κοίμισαν, μοῦ τά βύθισαν
καί μακριά τους μ’ εἶχαν δεμένη

Θά τά κλέψω νά τά φορέσω στό σῶμα μου
Κι ὅπως ἐκεῖνα θά φέγγουν
θ’ ἀκτινοβολῶ μέ χιλιάδες ἀκτίνες
αἰχμηρές καί πολύχρωμες
Πολύχρωμες γιά νά σαστίζετε
καί αἰχμηρές γιά νά τρυπιέστε
Ὥστε κανείς νά μή μ’ ἀγγίζει. Κανείς

Μέ τά μάτια , τά κλεμμένα
ἀπ’ τοῦ φεγγαριοῦ τό πηγάδι
θά τειχίσω τή γῆ μου
Τή δική μου γῆ πού πάνω της φύτρωσα
καί ρίζες ἔβγαλα καί βλαστούς
καί μπουμπούκια καί κρίνα
Κανείς νά μήν τήν πάρει
γιατί ἐγώ εἶμαι ἡ ἀφέντρα της

Κι ἄν κάνετε πώς ἔρχεστε κατά ‘δῶ
θά κοκκινίσω τά κρίνα μου
καί μέ τά βέλη τῶν ἀκτίνων μου
θά κυνηγήσω τους ἅρπαγες

Ὤ γυναῖκες καί θυγατέρες μου
νά κοιμηθῶ ἀφῆστε με
Μή μέ ξυπνάτε
Νύχτες πολλές ἔμεινα ξάγρυπνη
κι ἀλάργεψαν τά ὄνειρα
Τυλίξτε μέ στά σεντόνια μου καί σωπάστε
Τώρα ἡ γῆ μου εἶναι καλά φυλαγμένη
Σωπάστε

Ὤ φιλενάδες καί περιστέρες μου
ἡ σιωπή ἦταν ἡ θυσία σας
Νά ’στε εὐλογημένες

Τί ὑπάρχει στό καλό; Τί στό κακό;
Τί ἔχω νά φοβηθῶ; Ἀνοῖχτε τά τείχη
Τρυγῆστε τ’ ἀμπέλι μου καί δῶστε
κρασί στούς καλεσμένους μου

Ἐλάτε γυναῖκες, ἐλάτε, θυγατέρες μου
στρῶστε τό τραπέζι

Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ
τῆς νυχτός. Γρηγορεῖτε
Φορέστε τ’ ἀκριβό σας φόρεμα
τό λευκό, τό κεντημένο στούς ὤμους καί τό λαιμό
τό πλυμένο στό ποτάμι μέ τίς μυρτιές
το μέ στριφτό λινάρι ὑφασμένο. Φορέστε το
Ἐλάτε πάρτε τίς ἅρπες σας.Ἡ σάλπιγγα ἤχησε

ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

    Σ’ ἕνα κυπαρίσσι τριῶν χρονῶν κορίτσι ἀνέβηκε νά κόψει ἕνα ἀστέρι μιά βραδιά
           Σάν κοφτερό μαχαίρι τό ’κοψε βαθιά τό μικρό τ’ ἀστέρι, στήν καρδιά
           Τό ρόζ του ζακετάκι ματωμένο,στό πράσινο κλαδάκι ἀπλωμένο
           Μέ κυπαρισσόμηλα βαμμένα, τά χεράκια του ἔχει φοτωμένα

Τραγούδησε ἡ κόκκινη νύχτα
ἡ δεμένη στά πληγιασμένα μας γόνατα
Χαμογέλασα τότες
καί χώθηκα στίς ἀσημένιες
φτεροῦγες τοῦ φεγγαριοῦ

Ὅπου καί νά ταξιδεύω
τίς νύχτες
τό ξημέρωμα μέ βρίσκει
σκαρφαλωμένη στά δέντρα

Μυρίζω κεράσι καί βύσσινο
τά χείλη μου στάζουν

Ἕνα κοπάδι νυσταγμένες
πεταλοῦδες στό δρόμο μου

τζιτζίκια καί μέλισσες

Τό τραγούδι τους φωτίζει τ’ ὄνειρο
τοῦ μεσημεριάτικου ὕπνου μας
γλυκαίνει τήν ἐρημιά
τῶν σπιτιῶν καί τῶν δρόμων

χαϊδεύει τ’ ἀνέγγιχτο κορμί μας
συλλαβίζει τή σιωπή μας
Βουίζουν οἱ μέλισσες
ξυπνάτε κοπέλες
κοπέλες ἀνέγγιχτες
ἀπ’ τό φιλί καί τό χάδι

Γιά σᾶς τραγουδᾶ ὁ πατέρας τά βράδια
κι ἡ μάνα ζυμώνει κι ὑφαίνει

Πικρό τό ψωμί στ’ ἀνέγγιχτο σῶμα
ν’ ἀγκαλιαστεῖ προσμένει ἀκόμα
Καθρέφτη ψάχνει νά ‘βρεῖ
δυό μάτια νά κοιταχτεῖ

Μές στίς λακκοῦβες
τῆς βροχῆς περπατῶ
τ’ ἀδύνατο κορμί μου κοιτῶ
Μές στούς θολούς ὠκεανούς
ξαγρυπνῶ, κι ἄς εἶναι ἄνοιξη ριγῶ

Θυμάμαι, κρυώνω κι ὁ ἥλιος παρών

Ν’ ἀλέξω τούς κεραυνούς
πού ἀλγύνουν τά στήθη μου
Ν’ ἀλέξω τό κρύο πού ψύχει τά κόκαλα

Δωροφόρος ὁ λόγος μου
τήν Ἀνάσταση κοινωνεῖ
Ζωντανεύουν τά σπλάχνα μου
Ζέω
Τή χαρά φιλήδονα γεύομαι
Ἀπομακρύνω τό ψύχος
Καθορῶ τήν Ἀνάσταση

Ἀνοίγω τό κλειστό μου σπίτι
κι ἀνθίζουν τά κρίνα

Μια μπλέ πεταλοῦδα χορεύει
στ’ ἀνοιχτό παραθύρι

Δυό ἡλιαχτίδες κεντάνε
τίς κουρτίνες μου
μέ κόκκινο καί χρυσαφί

Ἕνα ζευγάρι παπαροῦνες
τό κόκκινο τινάζει στό φῶς

Μέλισσες μελώνουν
τ’ ἀνοιχτά πορτοπαράθυρα
κι ἕνα ὁλόμικρο ἀνθάκι λουλακί
μαγεύτηκε καί πλέχτηκε στή στέγη

Στολίζει τά ματόκλαδα τοῦ ἥλιου
καί τό χρυσό του πουκάμισο
Ἀνηφορίζει μαζί του στῆς καρδιᾶς
τά δασωμένα μονοπάτια
σ’ ἀπάτητους δρόμους

Παραμερίζει τά βάτα
Ξεγελᾶ τίς νεράιδες
Κομματιάζει
τούς τριανταφυλλένιους μου
φράχτες

Μιά σταγόνα κόκκινο αἷμα
στά λουλακί του πέταλα
Μοναχά μιά σταγόνα
Ζεστή γεμάτη ζωή

Θλίβω τό κρύο πού παγώνει
τό αἷμα καί τρυπάει τά κόκαλα

Τό μαγεύουν οἱ νύμφες
στοῦ ἥλιου τίς στράτες
καί γιορτή ἑτοιμάζουν

Ὤ κοπέλες τοῦ δάσους
μέ τά ὑγρά σας μαλλιά
τυλιγμένες στά βάτα
στή γιορτή πῶς θά ‘ρθεῖτε;

Γρηγορεῖτε
Δέν εἶν’ τό πρῶτο κάλεσμα
Ἀναμμένες κρατεῖστε
τίς λαμπάδες σας
μέχρι πρωίας
Πολλούς αἰῶνες μείναμε
στήν ἐποχή τοῦ χειμώνα

Γρηγορεῖτε, θυγατέρες μου
Στό μετέωρο βῆμα τῆς ἄνοιξης
βρίσκομαι

ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΕΛΟΥΔΟ

Πράσινο τ’ ἀμπελιοῦ, ἡ ἀγάπη
Τῆς παπαρούνας κόκκινο, ἡ πνοή
Οὐράνιο μπλέ, ἡ θύμηση
Καρδιά μου ἐσύ
τ’ ὠκεάνιο γαλάζιο

Ἄνθισε τό ρόδο μου γιά σένα
τά πέταλά του γιά σένα χορεύουνε
Τοῦ ἀνθοῦ μου ἡ εὐωδιά, ἐσύ
Ἐσύ ἡ πρώτη ἀνάσα

Τῆς αὔρας τό βαθύ φιλί σέ τύλιξε
τό κόκκινο βελοῦδο
Ἀγγίχτηκαν τά ὑγρά μας μάτια
πλέξανε τά μαλλιά μας

Σταφύλια ἔχουν τά χείλη σου
ἕλικες τά μαλλιά μου
στά μάτια σου ἡ κληματαριά
οἱ ρίζες στήν καρδιά μου

Γλυκό κρασί μέ πλάνεψε
ὕπνος γλυκύς μέ πῆρε
ὁ ποταμός τραγούδησε
μές στό βυθό μέ πῆγε

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

Τό ποτάμι, τό ποτάμι
τό στοιχειό τοῦ ποταμοῦ
ἡ νεράιδα, οἱ νύμφες
καί τό γέλιο τοῦ νεροῦ

Οἱ ἀδερφές μου τραγουδάνε
βάζουν τ’ ἄμφια τοῦ χοροῦ
μέ φωνάζουν, μέ καλοῦνε
στό βυθό τοῦ ποταμοῦ

Οἱ ἀδερφές μου όλο χορεύουν
οἱ ἀδερφές μου όλο γελοῦν
ζωγραφίζουνε τά κρίνα
τ’ ἄγρια ρόδα τοῦ βυθοῦ

ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ

Βαστώντας σε, μέσα
στήν ὑγρή μου ἀγκαλιά
τή μυρωμένη ἀπ’ τήν αὔρα
τῆς θάλασσας
κι ἀπ’ τούς ἤχους
τῶν τραγουδιῶν σου

Χορεύαμε τό ὄνειρο
τῆς ἄνοιξης
στήν ἀνοιχτή παλάμη
τοῦ ἥλιου

Χορεύοντας συναντήθηκαν
τά μάτια τῆς ἀγάπης
μέ τῆς ἀγάπης τά μάτια
συναντήθηκαν

ΑΝΑΤΕΛΛΩ

Δέν εἶμαι ἀστρί, μήτε λουλούδι
κι οὔτε τῆς αὔρας τό φιλί
μήτε τῆς θάλασσας τό φύκι
μά τῶν ματιῶν σου εἶμαι ἡ ψυχή

Ἀπό τά μάτια σου κρεμιέμαι
στά παραθύρια τ’ οὐρανοῦ
Τήν ἄβυσσο βλέπω καί κάνω
πήδημα στ’ ἅρμα τοῦ κενοῦ

Ποῦ ’ναι οἱ μηλιές μου;
Ποῦ ’ναι οἱ κάμποι;
Ποῦ ’ναι τοῦ ἥλιου ἡ φορεσιά;
Ἀπό τά μάτια σου ἀνατέλλω
ἀπ’ τῶν ματιῶν σου τή δροσιά

Τήν ἄβυσσο κι ἄν κατεβαίνω
ἀνάσταση εἶναι καί γιορτή
Μές στῶν ματιῶν σου
τήν παλίρροια
μοῦ τραγουδάνε οἱ θεοί

Μία μικρή γίνομαι μπάλα
ἀπό τήν ἄμμο πιό μικρή
ἀέρινη εἶμαι καί χορεύω
κι ἔχω χωρέσει στή σιωπή

Μέσα στούς κήπους σου χορεύω
εἶμαι λουλούδι καί πνοή
τῆς θάλασσας εἶμαι τό φύκι
καί τῆς νυχτιᾶς εἶμαι τ’ ἀστρί

ΚΑΛΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Τήν ἑβδομάδα τῶν παθῶν
ἀπό τά μέσα διανύοντας
μέ τά πάθη νά πνίγονται
στούς ποταμούς
τῶν χειλιῶν σου

Καλήν Ἀνάσταση, φώναξα
μέσα στίς κόκκινες φλογίτσες
τῆς παπαρούνας
καί στό καθαρό πράσινο
τῶν ἀμπελιῶν

Καλήν Ἀνάσταση
στῶν ἄστρων φιλιῶν σου
τό ὀνείρεμα
καί στό ἀνέλπιδο
τῶν ματιῶν σου ταξίδι

ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ

Μή μ’ ἀγγίζετε
Ὁλόκληρο τό σύμπαν
κρατάει τό ξίφος μου
στά χέρια του
κι ὅταν τό στροβιλίσει
ὁ ἄνεμος
ποιός θά τολμήσει
ν’ ἀντικρύσει τήν ὄψη του;

Μή μ’ ἀγγίζετε
Τί κι ἄν ὀνειρεύτηκα;
Τί κι ἄν στήν ἄβυσσο
κείτομαι;
Μάγεψα τ’ ὄνειρό μου
καί τ’ ἄλλαξα
Καθαρεύω καί ἵπταμαι
βαστώντας τά ζώπυρα

Μή μ’ ἀγγίζετε
Στήν ἄλλη ὄχθη
τοῦ ποταμοῦ πορεύομαι
νά θάψω τά πτώματα
τῶν ὀργισμένων θεῶν
τῶν τιμημένων νεκρῶν σας

Μή μ’ ἀγγίζετε
Τά μάγια λυθήκανε
κι ἡ ὡραία κοιμωμένη
ξεπρόβαλλε
ἀπ’ τοῦ ὕπνου τό δῶμα
κραδαίνοντας στόν ἀέρα
τό δῶρο τοῦ πρίγκιπα

Μή μ’ ἀγγίζετε
Στό ἔρεβος στέκομαι
ν’ ἀναστήσω τή δύναμη


ΩΚΕΑΝΟΣ

Μέσα μου κοιμάται ὠκεανός
ἡ ὀργή του κι ἡ ἀγριάδα του
καί τ’ ἀτάραχο βάθος του
Τοῦ ὠκεανοῦ τό σπέρμα
κοιμάται μέσα μου

Τά μάτια μου ἄνοιξα
καί τά ξίφη μου ζώστηκα
νά προστατεύσω
τό βρέφος μου

Τό ἀγέννητο
τό ἡλιόμορφο κρίνο
τό Ἅγιο Φῶς
τό φοβερό κι ἀνεξιχνίαστο μαῦρο
τό πέρα ἀπ’ τό λευκό
τό Ἄχραντο βρέφος μου

Τράνεψαν τά κύματα
ψηλά στροβιλίστηκα
Στούς αἰθέρες σύρθηκα

Η Ἰάνθη ξεπρόβαλε
ἀπ’ τοῦ ἥλιου τούς δρόμους
μέ τά λυτά της μαλλιά ν’ ἀνεμίζουν

Κι ἡ Δήμητρα ὕστερα, στάχυα γεμάτη
μέ τά μεγάλα της μάτια δακρυσμένα
Τά μαῦρα φωτισμένα ματιά της
Ἀπαστράπτουσα

Σ’ ἀναζητοῦσα κόρη μου
μοῦ φώναξε
καί σχίστηκαν οἱ οὐρανοί

Φῶς καί σκοτάδι μαζί ἔγινε
Ἄσματα καί θρῆνοι μαζί

Τή λαλιά μου ἔχασα καί σιώπησα

Ὕμνος ἔγινε τό πέλαγος καί μελωδία
λαλιά ὡραία τοῦ δόθηκε
καί σχῆμα ἄλλο πῆρε
γιά μένα πού βουβάθηκα μίλησε:

Κι ἐγώ σ’ ἀναζητοῦσα, Μητέρα μου

Κι ἐνῶ τά χέρια μας ἁπλώσαμε
νά κρατήσει ἡ μιά τήν ἄλλη
ἀνακατεύτηκε ὁ ὠκεανός

Στή δίνη τῶν κυμάτων θρύπτομαι

Μέ τούς καιρούς στήν ἄμμο σύρθηκα
Κόκκινο αἷμα κυλάει στά χαλίκια
Τά σπλάχνα μου θαρρύνω, ἐγείρομαι
Τό θάλπος σου, ἥλιε μου;
(χωρίς φωνή ψιθύρισα)

Μελωδίες ἀκούστηκαν ξανά
καί ὕμνοι καί φλόγες φάνηκαν
Μέ τήν ὡραία του λαλιά
ἐμίλησε πάλι τό πέλαγος

Ἡ ὡραία κοιμωμένη ξύπνησε
χαίρονται οἱ ἄγγελοι
χορεύουν εὐφρόσυνα
τραγουδοῦν καί ἀγάλλονται

Καί ὅπως ἔκανα
νά σηκωθῶ καί νά φύγω
μακριά στόν ὁρίζοντα φάνηκαν
τά μαῦρα φωτισμένα μάτια της

Γῆ κι οὐρανός μαζί
Γῆ κι οὐρανός Ἕνα
Ὄμμα αἰθέρος. Ἀνέτειλες

Χαῖρε Ἀνατολή
ἡ προστατεύουσα τό βρέφος μου

Μ’ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΟΝΟ

Ὄλβια Γαία, κόρη λυγερή
ἀγριεμένη κόρη
μέ τήν ὀργισμένη φωνή

Στά σπλάχνα μου ἡ φωνή σου
ἀδιάκοπα ἀντηχεῖ
κραδαίνω τό σπαθί σου
μέ δύναμη κι ὁρμή

Σ’ανασαίνω, σ’ ἀκούω καί ριγῶ
τίς ἐλευσίνιες κόρες σου
τή Δήμητρα, καλῶ

Τούς κεντημένους πέπλους σας
κρατῶ
τά δάκρυα καί τά γέλια σας
γρικῶ

Στή μυστική σας κρύπτη νά μπῶ
μ’ ἕνα τραγούδι μόνο

ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟ ΤΕΤΡΑΗΜΕΡΟ

12η

Ἕνας βράχος μέ λοφίο
τό λοφίο του εἶναι δέντρο

13η

Θάβω τούς νεκρούς
ἔξω ἀπ’ τό ἀπέραντο
πλάτεμα τῶν αἰθέρων

14η

Ρωγμές τῆς ἀνείπωτης
κενότητας
μέσα στά σπλάχνα
τῶν ἀνθρώπων

15η

Ὀρχηστής τοῦ ὀνείρου
μέ τίς ἄκριες
τῶν δαχτύλων του
ὀνειρεύεται
μέσα στήν ἀγκαλιά
τῆς θάλασσας

Ἀκοίμητη κι ἡ νύχτα χορεύει
μέσα στοῦ ὀρχηστῆ
τήν ἀέρινη κίνηση
Κι οἱ γαλαξίες χορεύουνε
καλύπτοντας τούς ὤμους μας
μ’ ἕνα ἀστέρινο
χρυσόμαυρο φόρεμα

Η ΑΝΑΠΝΟΗ ΜΟΥ Η ΠΡΩΤΗ

Ἐδῶ ὑπάρχει ἄνεμος
τά μάτια μου σαλεύουν
Μέσα μου ὑπάρχει ἄνεμος
τά σπλάχνα μου χορεύουν

Τ’ ἀκίνητο πού μ’ ἔθρεψε
σέ βράχο πού στενάζει
σάν ἄγαλμα μέ ἔστησε
σέ κόσμο πού μέ σφάζει

Κοιτάχτε το ζωντάνεψε
τά μάτια του δακρύζουν
Ἐδῶ ὑπάρχει ἄνεμος
καί τά θεριά λυγίζουν

Γλυκιά πνοή μέ ζέστανε
ἡ ἀναπνοή μου ἡ πρώτη
κι ἀντάλλαξα τόν οὐρανό
μέ τοῦ σπαθιοῦ τήν κόψη

ΣΤΟ ΜΕΣΟ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ

Φύγε, ἕνα φάντασμα εἶσαι
ἄφησέ με
Μιά νεκρή αὐτοκράτειρα
στό δικό μου σπίτι

Φύγε, δέ θά’ χω πιά τροφή
γιά σένα, οὔτε στέγη
τά βέλη θά σοῦ στρέψω
φύγε

Φέρνεις τοῦ τάφου
μυρουδιές
στήν ἀνοιξιάτικη αὐλή μου
Τήν ἀλυγισιά τοῦ σίδερου
καί τό κρύο τοῦ Φλεβάρη

Φοβάσαι καί κρυώνεις
Δέ μέ νοιάζει πού φοβάσαι
πού κρυώνεις
πού γκρεμίζεσαι

Δέ μέ νοιάζει πού θά μείνω
μόνη, μετέωρη
μέ τούς κεραυνούς
Χωρίς αὔριο, χωρίς χτές
στό πουθενά

Νά φύγεις σοῦ γύρεψα
στό μέσο τῶν ἀνέμων
Τοῦ κάκου μέ κρατᾶς
Φύγε

Μ’ ΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙ ΖΑΠΥΡΟ

Ἕνα φάντασμα τριγύρναγε
σέ θέατρα κι ὠδεῖα
σέ πανεπιστήμια
καί βιβλιοπωλεῖα

Νόμιζε τό δύστυχο
πώς ἦταν εὐφυία
πώς τοῦ πρέπανε τρανά
περιωπῆς πτυχία

Τό ἄμοιρο δέν εἶχε οὔτε
τή γνώση
πώς εἶναι ἡ ψυχή του ἀλλοῦ
καί τό κορμί ἔχει λιώσει

Τούς γύρω του ἐξουσίαζε
τούς εἶχε προσοχή
ὅμως κακό δέν ἤτανε
μά τοῦ ’λειπε ἡ ζωή

Γδοῦποι κι ἀχοί ἀκούστηκαν
κι οἱ σπίθες τῆς φωτιᾶς
Ἐχάθηκε τό φάντασμα
πού ζοῦσε στή σκιά
Τό φάντασμα πού μ’ ἔκλεβε
καί ζοῦσε
πού τή ζωή μου
στ’ ἄσπρο ροῦχο του
φοροῦσε


ΜΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΑΝΗ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ
(Ἐνηλικίωση Πράξη πρώτη)

Στά λευκά του σεντόνια παλεύειτά λευκά του χεράκια κινεῖΦωτεινό χαμόγελο ἁπλώνεικι ἀπ’ τό φῶς του γεμίζει ἡ ψυχή

Μέσα στά φωτεινά του μάτια
ὅλη ἡ ὀμορφιά
Στά δάχτυλά του πού χορεύουν
ἡ ὀμορφιά ὅλη

Ἀνείπωτη ἡ ἀγάπη
πού ζωγραφίζει τό χαμόγελό του
ἡ ἀγάπη
πού τραγουδά πάνω στά χείλη του
ἡ ἀθωότητα
πού ξεχειλίζει ἀπ’ τό δέρμα του
πού λευκαίνει τά κρίνα κι ὑγραίνει τήν ἔρημο

Τί εὐωδιάζει μέχρι τούς οὐρανούς;
Ἕνα παιδί πού μόλις γεννήθηκε
ἕνα κομμάτι φῶς πάνω στή γῆ
Ἡ εὐωδιά του, θεέ μου, θυμίαμα ἀκριβό

Ἕνα ζευγάρι φτεροῦγες, ἄγγελέ μου
γιά νά ζεστάνω καί νά κρύψω τό μωρό μου
Ἄχ πόσο τ’ ἀγαπῶ–

Φωτίζει τ’ ὄνειρο τοῦ φεγγαριοῦ τό μωρό μου
τραμπαλίζεται στ’ ἄστρα

Μιά κούνια τοῦ ’δεσα στή μέση τ’ οὐρανοῦ
νά λικνίζεται, νά μεγαλώνει
Ἄχ πόσο τ’ ἀγαπῶ–

Πιό πράσινος ὁ κάμπος σήμερα
πού τό μωρό μου γεννήθηκε
κι ἡ θάλασσα πιό γαλάζια

Μελωδεῖ ἡ ἀγάπη μου καί ταξιδεύει
στίς ἄκριες τῶν χειλιῶν του
μ’ ἕνα φιλί νά μαγέψειτόν ὕπνο του

Μήν τό ξυπνάτε, ἀνεμῶνες μου
Ἕνα παιδί πού κοιμάται
ἕνας ὕμνος μέσα στήν καρδιά
τ’ οὐρανοῦ–

Ἄχ πόσο τ’ ἀγαπῶ

Τό μωρό μου γεννήθηκε ἀπόψε
κι ποταμοί τά δῶρα τουςἔφεραν
Δυό σταγόνες δροσιά
στά ξενυχτισμένα μου μάτια
Κι οἱ θάλασσες, τῶν νηριήδων τό τραγούδι φέρανε
νά τό συντροφεύει στόν ὕπνο του

Μή μοῦ τό ξυπνάτε

Ὁ ὕπνος τό ‘θρεψε καί μεγάλωσε
Τόν ἥλιο κυνηγᾶ στά περιβόλια

Ἕνα παιδί στή μέση τοῦ κάμπου
μιά ζωγραφιά στήν κυανή ποδιά τοῦ ἀνέμου–

Πῶς νά τό θρέψω;
Πῶς νά κεντήσω τ’ ἄσπρα του σεντόνια;
Ἄχ πῶς νά τ’ ἀγαπῶ χωρίς νά τό ματώνω;

Παπούτσια τοῦ φόρεσα
κι ἕνα ζεστό κόκκινο παλτό
Βαθύ κόκκινο, τῆς καρδιᾶς καί τοῦ ἥλιου

Ἕνα κόκκινο ποτάμι κύλησε
μέσα σ’ ἕνα λιβάδι παπαροῦνες
Βάψανε κόκκινα
τοῦ κοριτσιοῦ μου τά παπούτσια. Κατακόκκινα
Ἄχ πόσο τ’ ἀγαπῶ–

Δέστε το πῶς χορεύει στό λιβάδι
μέ τό μαντήλι του δεμένο στόν Τοξότη
καί τά πόδια του φιλιωμένα στό χῶμα
Δέστε το πῶς χορεύει πάνω στό κόκκινο ποτάμι

Μήν ἀκουμπάτε τίς ἅρπες σας στή γῆ
Θέλει νά χορέψει.Ἀφῆστε το. Μεγαλώνει

Ἡ θάλασσα ἀνέβηκε στούς λόφους
νά τῆς χαρίσει ἕνα κοχύλι, ἕναν ἦχο
Ἀπό τά σπλάχνα της μέσα
μιά κραυγή

Ἡ κραυγή λόγος ἔγινε κι ὁ λόγος Ζωή
Χύθηκε, τό κόκκινο ποτάμι στό πέλαγος
Τά στάχια κατηφόρισαν μαζί του
γεμίζοντας μέ κίτρινο τά μάτια
καί τ’ ἀνάλαφρο φόρεμα τῆς κόρης
Ὅλος ὁ κάμπος κατεβαίνει
Ἦχοι καί χρώματα

Ὤ! ἰδέστε, τά μαλλιά της κυματίζουν καί πλέκουν
Πλέκουν στόν ἥλιο καί τά σκίνα

Τ’ ὄνομά της φωνάζει γελώντας
περιμένοντας τήν Ἠχώ, νά τό τραγουδήσει

Ἰδέστε ἀμαδρυάδες μου
μέ τ’ ἀριστερό της χέρι, κρατεῖ τόν ἀγαπημένο της
Μά οὔτε πού ξέρει τ’ ὄνομά του
Κανίβαλος εἶναι καί τρώει
τόν ἀγαπημένο της

Τό στόμα της ἰδέστε καί τό μακρύ της φόρεμα
Τά ὄμορφα μαλλιά της
Ἄμποτε, νύμφες μου, νά γνωρίσει τ’ ὄνομά του

Νά τήν ἀγαπήσω θέλησα
Μάνα της νά γίνω
Ν’ ἀναζητήσω τ’ ὄνομά του,στῶν ἀνέμων τά κύματα
Μήν εἶν’ δικιά της σάρκα,τ’ ὄνομά του;
Ψυχή ἀπ’ τήν ψυχή της;
Βαθύ γαλάζιο, στά ροδόλευκα σεντόνια της;

Ἕνωση νά ’ναι ἤ καταστροφή;

Ψάχνει ἡ φωνή μιάν ἀφορμή
λόγος νά γίνει κι ὄχι κραυγή

Νά τήν ἀγαπήσω θέλησα
Τούς γρίφους νά λύσω καί τίς ἁλυσίδες
Στόν ἥλιο ν’ ἁπλώσω τά ροῦχα της
καί τά συρτάρια νά γεμίσω μέ μυρωδικά
ἀγριοτριαντάφυλλα καί γιασεμιά–
ἀπ’ τήν ἀγάπη καμωμένα

Ἰδέστε την τώρα πῶς τρέχει στά χωράφια
Τό χορτάρι δέ νιώθει τό βάρος της
μοναχά τό ἄγγιγμα τῶν ποδιῶν της
Οἱ περικοκλάδες καί τά κλήματα
στρέφουν τούς τρυφερούς βλαστούς τους
καί τυλίγονται πάνω της
Τά βάτα μακριά της φυλάγουν τ’ ἀγκάθια τους

Ὤ! ἰδέστε, ἕνα φουστάνι
στούς ἡδύπνοους ἀνέμους στροβιλίζεται
μέ κλήματα καί καμπανοῦλες
ὄμορφο σάν τό μαντῆλι τῆς ἄνοιξης
γεμάτο χρώματα καί μυρουδιές

Ὤ! ἰδέστε, ἕνα ζευγάρι
παπαροῦνες τά παπούτσια της
Ριζώνει στή γῆ
Ἀφήνεταιστήν ἀκριβή ἀγκαλιά της
Καλλύνει τούς δαίμονες

Τά χέρια της ζωσμένα
στά μανίκια μίσχων καί ἀνθών
ὁλοένα μακραίνουν
ἁρπάζουν κορδέλες ἥλιου
καί δένουν φιόγκους στό καπέλο της

Τά μάτια της, ἐξάγγελοι αυγής
βηματίζουν στ’ ἀστέρια,
στήν Ἀλκιόνη, τήν Ταϋγέτη
τήν Ἠλέκτρα, τήν Κελαινώ
Ἐνδύονται τό φῶς

Ἡ καρδιά της στό ἀνάμεσο
Ἥλιος καί χῶμα
Καλωσορίζει τήν ἡμέρα
στά ἄδυτα τῶν ἀδύτων
ἀγνοώντας τόν ρόχθο των κυμάτων
ἡ ἀστερόεσσα

Καλημέρα. Καλημέρα

ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ ΤΑΞΙΔΕΥΩ

Χιλάδες χρόνια ταξιδεύω
γιά σένα,φῶς μου, τραγουδῶ
γιά σένα ντύνομαι τόν ἥλιο
γιά σένα ἀγγίζω τό βυθό

Θά τό δεχτεῖς, ἤ θά τό γιάνεις,
ἤ θά τό πᾶς στόν οὐρανό
αὐτό τό δάκρυ τῆς ἀγάπης
πού σοῦ ’χω φτιάξει φυλαχτό;

Ακτή και κύμα της καρδιάς μου
ταξίδεψέ με στ’ ἀνοιχτά
ταξίδεψε, ταξίδεψέ με
μέ τά γαλάζια σου φτερά

Χιλιάδες χρόνια ταξιδεύω
καί τήν ἠχώ σου ἀναζητῶ
τώρα τή βρῆκα καί παλεύω
μ’ ἕνα καράβι στό βυθό

Θ’ ἀκολουθήσεις τό ταξίδι;
Θά δώσεις τό φιλί στή γῆ;
Γιά νά ἀνθίσουν στό φιλί σου
τά περιβόλια κι οἱ οὐρανοί;

Θά τό τραβήξεις τό τραγούδι
τῆς ἄνοιξης ἀπ’ τό βυθό;
Σείριε, θά τό τραγουδήσεις
φῶς τῆς ψυχῆς μου νά σέ πῶ;

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Οὔτε νά ταξιδεύω
οὔτε νά τραγουδῶ
Νά χωρέσω μόνο ἤθελα
στήν ἄλλη πλευρά
στήν πέρα ἀπ’ τόν ἄνεμο
Ἀπ’ τήν πνοή σου μέσα
νά χωρέσω

Γιατί τραγούδησα
μά δέν τό βρῆκα τό πέρασμα

Νά περάσω μέσα
ἀπ’ τά μάτια σου ἤθελα
κρατώντας τούς φόβους σου
στό στόμα μου
κι ὁδηγώντας τά βήματα
τοῦ χοροῦ σου
ἐκεῖ πού γεννιέται
ἡ μυστική κραυγή
των τραγουδιῶν μου

ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ 

Ἀπ’ τοῦ ἥλιου
ξεχύθηκες
τήν ἀγκαλιά
ἡλιαχτίδα πυρόξανθη
Τόν κῆπο μου γύρεψες
τίς πηγές τίς κρυστάλλινες
Κι ἐγώ σέ κράτησα
καί σ’ ἔθρεψα
μπουμπούκι τοῦ γιασεμιοῦ
ἡλιογέννητη κόρη
κόρη λαμπερή, ἡλιοστέφανη

Κόρη μέ τά μάτια
τά ζωγραφιστά
πού ’χουν τά χρώματα
τῆς θάλασσας καί τοῦ βουνοῦ
πού ’χουν τή λάμψη τοῦ ἥλιου
καί τῆς ἀστραπῆς
πού ’χουν τή δύναμη τοῦ ξίφους
Κόρη φωτεινή, σοῦ τραγούδησα

Πανωραία μου, σέ ποιό πέλαγος
ξέπλεξες τά μαλλιά σου
καί τά ‘λουσες
καί φωτίστηκαν οἱ θάλασσες
κι ἀπ’ τά βάθη τους φάνηκε
ὁ βασιλιάς καί κύριος τους
τρεμάμενος;

Πανώρια κόρη μου, φιλημένη
ἀπό τόν ἥλιο καί τόν ἄνεμο
Σέ ποιόν κάμπο ἀκούμπησες
τά ροδόλευκα πόδια σου;
Κι ἀναστέναξεν ἡ γῆς
κι ἀπ’ τά ἔγκατά της ξεχύθηκε
λάβα πορφυρή καί καυτή
ριγώντας στ’ ἄγγιγμά σου;

Ἡλιόμορφη κόρη μου
νύμφη τοῦ σύμπαντος
Σέ ποιούς οὐρανούς
τραγούδησες
κι ἔφριξαν οἱ αἰθέρες
κι οἱ ἄγγελοι σιώπησαν
μαγεμένοι καί ἔκπληκτοι;

Ἀναρωτήθηκα, ἀγαπημένη
τοῦ γιασεμιοῦ
ἀναρωτήθηκα
ὤ Δέσποινα τῶν ἥλιων
ἐσύ ἡ ἀχώρητη, ἡ χιλιάχτιδη
ἡ ζωσμένη μέ τούς ἀνθούς τῆς γῆς
καί τό φῶς τῶν οὐρανῶν
ἐσύ πού δρασκελίζεις τούς ὁρίζοντες
καί ἐξουσιάζεις τήν ὑδάτινη σφαίρα

Πανωραία μου, πού γνωρίζεις
τίς μελωδίες τῆς ζωῆς
πού βηματίζεις στίς θάλασσες
πού τόν δίσκο τοῦ ἥλιου
κρατᾶς, φωταστέρινη

Πῶς μίκρυνες καί χώρεσες
μέσα στή μικρή μου ζωή;

Πῶς χώρεσες μέσα στό βουητό
τῆς μικρῆς μου ὕπαρξης;

Πῶς νά κρατήσω τό ρόδινο
κορμί σου στά χέρια μου
χωρίς νά τ’ ἀγγίζω;
Πῶς νά θρέψω τά μελένια
χείλη σου στό στῆθος μου
μοναχά μέ νέκταρ;
Πῶς τῆς ἀνάσας σου τήν εὐωδιά
τήν ἀπέραντη
καί τό ὀνειρεμένο σου χαμόγελο
νά μήν πνίξω;

Θεά μέ τ’ ἀνθισμένο προσωπάκι
θά κρατηθῶ μακριά
ἀπ’ τούς φόβους μου
σέ πηγή κρυστάλλινη θά μπῶ
τῶν καθάριων νερῶν ἡ ὁρμή
νά μέ γιάνει
τῶν καθάριων νερῶν ἡ ὁρμή
μιά αἰθέρια φωνή νά μοῦ ὑφάνει
τῶν καθάριων νερῶν ἡ ὁρμή
φωτεινή μάνα γιά σέ νά μέ κάνει

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Τρυφερό μου ἀγγελούδι
πού μυρίζεις γιασεμί,
μέσα στή ζεστή ἀγκαλιά μου
ἦρθε ὁ ὕπνος νά σέ ‘βρεῖ

Ἦρθε ὁ ὕπνος ἁπαλά
τά ματάκια σου κλειστά
μά ἡ ἄφθαστη γλυκύτητά σου
ξαγρυπνᾶ στά βλέφαρά σου

Τό κορμάκι σου ἀνθισμένο
κι ὅλο ἄνοιξη ἀνασαίνω
λουλουδένιο, λουλουδένιο
τριαντάφυλλο ἀνοιγμένο

Σ’ ἀγαπῶ καί δέ στό κρύβω
τό χαμόγελό σου πίνω
τήν ἀγγελική ματιά σου
τήν εὐγένεια τῆς καρδιᾶς σου

Δροσοστάλα στήν ψυχή μου
ἡ ἀνάσα σου ζωή μου
Δροσοστάλα στήν καρδιά μου
τά ματάκια τά γλυκά μου

Τά ματάκια τά γλυκά
ἥλιος, θάλασσα πλατιά
Τά χειλάκια σου μελένια
ἀγγελοζωγραφισμένα

Νάνι νάνι, ὀμορφιά μου
νάνι νάνι, ζωγραφιά μου
Κάνε νάνι, ἄγγελε μου
νάνι κάνε, θησαυρέ μου

***
Σέ μιά τρυφερή ἀγκαλιά
θά σ’ ἀφήσω ἁπαλά
μέχρι τήν αὐγή, καλό μου
ζαχαρένιο κι ἀκριβό μου

Καληνύχτα σ’ ἀγαπῶ,
δυό φιλιά γιά φυλαχτό
Καληνύχτα ρόδο, κρίνο
σ’ ἄγγελο σέ παραδίνω

Καληνύχτα νά κοιμάσαι
κι ὄνειρο νά μή φοβάσαι
Καληνύχτα μέ φιλιά
***

Kοιμήσου κόρη τῆς αὐγῆς
τριανταφυλλένια κόρη
τά ρόδα σου τά γύρεψα
στοῦ ἥλιου τό περβόλι

Κοιμήσου, ρόδο ἀνεύρετο
γλυκά γλυκά κοιμήσου
σέ ὕπνο γλυκύ γλυκύτατο
γλυκά-γλυκά βυθίσου

ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Ἀπ’ τά ρόδινα χείλη
τῆς ἄνοιξης γεννήθηκε
κι ἀπ’ τό φίλημα
τοῦ ἥλιου μαγεύτηκε
τό χιλιάκριβο, τῆς ζωῆς
τό τραγούδι

Τραγουδώντας το, ξεγλίστρησες
ἀπ’ τήν παλάμη τοῦ ἥλιου
κι ἀκουμπώντας
τά χρυσαφένια σου δάχτυλα
στίς κόγχες τῶν ματιῶν μας
μάζεψες μιά χούφτα
κρυστάλλινα δάκρυα

ΛΕΥΚΗ ΑΘΗΝΑ

Τό λευκό, τό λευκότερο
τό λευκότατο ρόδο
τό λευκό σου μειδίαμα
τό λευκότατο ὅλων
Ὤ λευκότατη κόρη
τό λευκό σου φοράω
τό λευκό πού μέ σκέπασες
μ’ ἀφθονία καί χάρη
Καί μέσα ἀπό τή λευκή σου
ἀγκαλιά
μέσα ἀπ’ αὐτήν τήν ἔνταση
τοῦ λευκοῦ
νά σοῦ τραγουδήσω
λαχτάρησα
λευκή Ἀθηνά

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ

Ζοῦσε μέσα στόν βυθό
μές στ’ ἀφίλητο λευκό
μές στ’ ἀπύθμενο γαλάζιο
ὁ ἱππέας τοῦ νεροῦ
ὁ τραγουδιστής τοῦ πάγου

Τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ τοῦ ‘βάλαν
στ’ ἁλμυρά του τά μαλλιά
καί τούς ἀγριανθούς τοῦ κάμπου
στήν ὑγρή του τήν καρδιά

Κι ὅπως κοίταζε τά κρίνα
καί τ’ ἀστέρια στά μαλλιά
ἀγριεύτηκε ἕνα κύμα
καί τόν πέταξε ψηλά

Μέ τά κόκκινά μου μάτια
τόν βλέπω νά χαμογελᾶ
νά γελάει μές στή νύχτα
νά χαχανίζει δυνατά

Σπάνε τά γέλια του τό χρόνο
τό φράγμα σπάνε τοῦ νεροῦ
σπάνε τόν ἄπειρό μου φόβο
σπάνε τά δάκρυα τοῦ καιροῦ

Ἀπ’ τό πολύ χαχανητό του
μιά πύλη ἀνοίγει μές στό φῶς

Πνοή τ’ ἀνέμου μέ σηκώνει
μέσα στό πέρασμα γλιστρῶ
μά τήν ψαρίσια τήν οὐρά μου
κάποιος τήν τράβηξε θαρρῶ

Ἦταν ἡ Ἠχώ ἤ ἦταν ἡ Λήδα
ἤ τοῦ Εὐρώτα τό φιλί
ἤ ἦταν τῆς μάνας μου ἡ ἐλπίδα
πού ἔσταζε μέλι καί κρασί;

Ἀπό τότε σπαρταράω
μέ τό μισό μου τό κορμί
μέσα στό πέλαγος χυμάω
μά εἶμαι πάντοτε μισή

Ἄγγελε φύλακα τοῦ πάγου
ἄγγελε ἱππέα τοῦ νεροῦ
δέσε με στ’ ἁλμυρά μαλλιά σου
στ’ ἄγριο φέγγος τοῦ βυθοῦ

Τό παραμύθι ἐδῶ τελειώνει
ἤ μόλις τώρα ἀρχινᾶ;
Γιά ὅποιον ζεῖ στό παραμύθι
ἡ ἱστορία τόν τρυπᾶ

ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΟΥ ΜΙΚΡΗ

Σκοτεινή, φωτεινή μου
θάλασσά μου, μικρή

Στή γαλάζια ἀγκαλιά σου
στό λευκό σου φιλί
ἀναπαύεται ἡ κόρη
μέ τ’ ἀείροο κορμί

Τῆς χαρᾶς μου ἡ μέθη
στ’ ἁλμυρό σου κρασί

Μέ ξυπνάνε ἀνάσες
μέ ξυπνοῦν οὐρλιαχτά
τοῦ ἀρχαίου βασιλιά σου
πού μέ τ’ ἅρμα περνᾶ

Ὀξωπίσω του ἡ Ρόδη
μέ τήν κόμη γλαυκή
τόν κοιτάει καί γελάει
στό χορό μέ καλεῖ

Τά λυτά μου σανδάλια
τό λευκό της φιλί
τ’ ἀκριβό σου κοράλλι
στό βυθό μ’ ὁδηγεῖ

Φωτεινή, σκοτεινή μου
θάλασσά μου, μικρή

ΜΝΗΜΕΣ

Αἰῶνες θλίβεται τό σῶμα μου
μνῆμες θανάτου τό τσακίζουν
προσωπεῖα κρύβουν τό βάρος του

Αἰῶνες πρίν μα ὁ φόβος
μες στά κύτταρα ἔχει μπεί
Της Ἰφιγένειας ἀπ’ τή Σκάφη
κρατώ ένα δάκρυ.

Μαυρομαλλούσα
ὄμορφη, μικρή
μαυρίζει τ’ ὄνειρο
καί φεύγει ἀπ’ τή ζωή

Τῆς μάνας τό φιλί, δῶρο
ἀκριβό, εἶχε νά νιώσει καιρό
(Ἀπό τή σκάλα εἶχε γλιστρήσει
ποιός τά παιδιά της θ’ ἀναστήσει;)

Αὐτό τό χτές μές στή ζωή μου
ἔχει περάσει
καί τῶν παιδιῶν μου
τή χαρά ἔχει σκιάσει

Δέν εἶν’ δικά μου
τοῦ θανάτου τά φιλιά
εἶναι τῆς μάνας μου
ἡ παιδική ἡ θλίψη
τῆς Ἰφιγένειας τό δάκρυ πού γελᾶ
ἀντί σάν ποταμός νά ξεχειλίσει

Πόλεμος, θάνατος κι ὀργή
μέσα στά κόκαλα
ἔχουν φωλιάσει
παγώσανε ν’ ἀντέξουν
τή σιωπή, τήν ἐρημιά
κι ὅτι φριχτό ἔχουν ἀδράξει

Κι ἐγώ καλοῦμαι
νά τραβήξω μιά γενιά
ἀπ’ τό λαβύρινθο
πού μέσα του ἔχουν ρίξει
Καλοῦμαι νά σφραγίσω
μιᾶς γενιᾶς τό μονοπάτι
πού τήν ἄβυσσο τυλίγει

ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΜΑΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Τοῦ σπιτιοῦ μου πίνω
τά δάκρυα
Μέ τίς μνῆμες νά ξεπηδοῦν
ἀπό τούς τοίχους

Ὅλα ἔχουν μείνει ὅπως τότε
μόνο ἡ αὐλή μου ἔχει χαθεῖ
Μένουν ὀρθάνοιχτες οἱ πόρτες
κι ὁ γκιώνης κλαίει στό ἴδιο κλαδί

Αὐτή ἡ αὐλή μέ τήν κολώνα
τό γαλαξία καί τό βουνό
εἶναι μιά μαγική εἰκόνα
πού στήν ψυχή μου κουβαλῶ

Ποῦ θά ξανάβρω τόσα ἀστέρια
πάνω ἀπ’ τούς ἴσκιους τῆς ἐλιᾶς
νά τά φυτεύω στά παρτέρια
καί στή χελιδονοφωλιά;

Γκρεμίζοντας αὐτούς τούς τοίχους
πού μοῦ ’χουν κλείσει τήν αὐλή
τοῦ χθές ἡ εἰκόνα ἡ μαγεμένη
θά ξαναγίνει ἀληθινή

Αὐτό τό σπίτι μ’ ἔχει χάσει
ἀπ’ ἕντεκα χρονῶν παιδί
γι’ αὐτό τό θέλω ὅπως τότε
καί μέ πονᾶ ἡ κλειστή αὐλή

Τό ἀκροκέραμο, ἡ βιγώνια
τῆς χελιδόνας ἡ φωλιά
τά ἑκατοντάφυλλα τά ρόδα
τό ἄρωμα ἀπ’ τά γιασεμιά
κι ἡ νύχτα, πού τά σκέπαζε ὅλα
μέ τ’ ἄστρα της τά φωτεινά

Ἄκου τόν γκιώνη
ἄκου τά φύλλα
τήν ἀσημόχρωμη ἐλιά
κι ὅλους τούς ἤχους τῆς ἡμέρας
τοῦ ἑσπερινοῦ καί τῆς νυχτιᾶς

Μοιάζανε μ’ ἀπολλώνια λύρα
στήν παιδική μου τήν καρδιά
καί μέσα ἀπ’ τή μικρή αὐλή μου
μέ ταξιδεύανε μακριά

Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ
(Ἄσπρο-μαῦρο)

Ψηλά σ’ ἕνα βραχάκι
ἀπότομο πολύ
στέκει ἕνα κατσικάκι
κι ἀναζητάει τροφή

Στ’ ἀνέμου τά σεντόνια
στοῦ ἥλιου τήν αὐλή
ἁπλώνει τ’ ἄρωμά του
λυγάει τήν κεφαλή
ὄμορφο ἕνα λουλούδι
τοῦ κατσικιοῦ ἡ τροφή

Τό βλέπει, λαχταράει
τό κόβει, τό μασεῖ
χωνεύει καί τ’ ἀφήνει
μ’ ἄλλη μορφή στή γῆ

Κοπριά εἶναι τό λουλούδι
κι ἀπ’ τήν κοπριά θά ‘βγεῖ
λουλούδι τιμημένο
καί πάλι ἀπ’ τήν ἀρχή

Δῶρο εἶναι τό λουλούδι
δῶρο καί ἡ κοπριά
Το ἕνα εὐωδιάζει
καί τό ἄλλο βρωμᾶ

Τ’ ἀντίθετα νά φέρουμε μαζί
Μέσα του τό ἕνα, πάντα,
τό ἄλλο κουβαλεῖ

Εἰρήνη στ’ ἄσπρο-μαῦρο
ὅταν θά γενεῖ
ἕνα κλειδί μέ φῶς
θά ’χει βρεθεῖ

ΣΤΑ ΔΙΧΤΥΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

(Τά παραμύθια τοῦ ἔρωτα)

Στά δίχτυα ἔχω πέσει τῆς ἀγάπης
Τό γαλάζιο τῆς θάλασσας φόρεσα
καί τοῦ ἥλιου τό κόκκινο
καί τρέχω μέσα στή νύχτα
Μέσα στή νύχτα τρέχω
καί τοῦ τραγουδῶ

Τῆς ἀγάπης τ’ ὄνομα, εἶναι Fiorire
Tα μάτια του μέσα στά μάτια μου
λικνίζονται
Μαγεύτηκα καί μαγεμένη
ὅπως εἶμαι ζωγραφίζω
τό ἄπειρο
Νά μοιραστῶ θέλω
τά δῶρα μου μαζί του
Νά χαϊδέψω τό δέρμα του
κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια
μέχρι τό βάθος τῆς ὕπαρξής του
Νά ζωντανέψω τήν ἀνάσα του
κι ἕνα φιλί νά κλέψω
δαγκώνοντας τά χείλη καί πέρα
ἀπ’ τά χείλη ν’ ἀγγίξω
νά φιλήσω τήν ψυχή του

Ζωή, πού μαγικά μέ ταξιδεύεις
πού μέ κρατᾶς στούς ὤμους σου
νά μή ματώσουν τά πόδια μου
στά δύσβατα μονοπάτια
πού τήν ἀνάσα σου ἁπλώνεις
κι ἀγκαλιάζεις τή ζωή μου
ἄκουσες τή μελωδία της
καρδιᾶς μου;
Εἶναι γιά τόν ἀγαπημένο μου
Ἄπειρα ὄμορφος μέσα
ἀπ’ τό βλέμμα του
Φλέγεται ἡ σάρκα μου γιά ‘κεῖνον
Τόν ἔφερες κοντά μου
καί μοῦ ’χει ραγίσει τήν καρδιά

Θά ’θελα ἡ ἀνάσα του νά γίνω
μ’ ἀνθόροδα τά πόδια του νά πλύνω
μ’ ἕνα φιλί νά τά τυλίξω
τόν οἶνο τῆς ζωῆς νά τοῦ χαρίσω
Κι ὅπως ἐκεῖνος θά χορεύει
κι ἡ ἀγκαλιά μου θά πλαταίνει
οἱ οὐρανοί θά τραγουδήσουν
κι ἐσένα θεέ μου θ’ ἀντικρύσω
Στά Ἅγια τῶν Ἁγίων θά μπῶ
ἀπ’ τῆς ἀγάπης τό χορό

Ὕστερα πάλι, θά γυρίσω
σ’ ἐκεῖνον
νά τόν κοιμίσω
στήν μελένια καρδιά σου
νά τοῦ τραγουδήσω γιά τή βροχή
Γιά τή βροχή πού μέ φίλησε
καί πότισε τόν κῆπο μου
τόν κῆπο μέ τά γιασεμιά
Γιά τή βροχή πού λίμνη ἔγινε
καί στίς ὄχθες της ἔγειρα
κι ἀποκοιμήθηκα
Πού ’γίνε πέλαγος νά ταξιδεύω
κι ὕστερα πάλι σύννεφο
πάλι βροχή
Ἀτελείωτο ταξίδι. Ἀτελείωτο

Ἄπειρα ὄμορφος μέσα
ἀπ’ τό βλέμμα σου
Ὀνειρικό καί μαγεμένο
τ’ ἄγγιγμά σου
Μεθυστική ἡ μυρουδιά
πού ’χει τό δέρμα σου
Τά χείλη σου
κόκκινο τριαντάφυλλο
Τά μάτια σου, ἥλιοι λαμπεροί
Ἡ καρδιά σου, ἕνας κῆπος
μέ κρίνα καί γιασεμιά
Σ’ ἀγγίζω κι ἀνθίζω
Ἡ ἀνάσα σου μοῦ φέρνει
τήν εὐωδιά των ἀγριανθῶν
Ὄμορφος πού εἶσαι, λουσμένος
μέ τό φῶς τῆς ἀγάπης
Ὄμορφος πού εἶσαι
ἔτσι ὅπως ταξιδεύεις
στ’ ὄνειρο μου
ὅπως ἀγγίζεις τά σεντόνια μου
τίς ζέρμπερες
πού σέ μύρισαν
Ἕνας κῆπος εἶναι
τά σεντόνια μου
ἕνας κῆπος πού πάνω του
τραγουδήσαμε καί χορέψαμε
Ζωντανά εἶναι

Ἡ μισή σου ζωή στό βυθό
στῆς ὑγρῆς πολιτείας τούς κήπους
Ἄν τή Ρόδη συναντήσεις
στό ταξίδι σου
ψιθύρισέ της τό τραγούδι μου
καί τότε ὁ βασιλιάς
καί πατέρας της
θά ταράξει τό πέλαγος
κι ἀπ’ τά βάθη του θ’ ἀναδυθῶ
ντυμένη τή θάλασσα
καί θά σοῦ θυμίσω τόν Ἱερό Χορό
πού μαζί χορέψαμε

Τήν ψυχή μου νά βρῶ,ἔψαχνα
καί σέ συνάντησα
Εἶχες τόν ἥλιο μέσα
στήν παλάμη σου
κι ὅπως μ’ ἄγγιξες μ‘ ἔβαψες
μέ τά πυρρά φιλιά σου
Φώναζα μά δέν ἄκουγες
Τραγουδοῦσα τ’ ὄνομά σου
κι ὁ ἥλιος καρφώθηκε
στά μάτια σου
γιά νά σέ βλέπω μέσα
ἀπ’ τό φῶς του
πέρα ἀπ’ τό βλέμμα σου
καί νά ἐννοῶ τήν ἀλήθεια σου

Ὤ καρδιά μου, ποῦ μέ ταξιδεύεις;
Δέ φοβάμαι τοῦτο τό ταξίδι
γι’ αὐτό σηκώνω ἀθόρυβα
τήν ὀδύνη μου
Ὅμως σφιχτά κράτησέ με
νά ριζώσω στή γῆ
γιατί ἀέρινη κι ἀνάλαφρη
ὅπως εἶμαι
μπορεῖ ν’ ἀνέβω ψηλά
καί νά φύγω
Νά φύγω, χωρίς νά πάρεις
τό φιλί μου
Τό φιλί μου πού εἶναι
τό δῶρο σου
πού παλεύω νά τό ἐννοήσω
γιά νά στό δώσω

Ὤ κόρες τοῦ Δία
καί τῆς Μνημοσύνης
τραγουδῆστε του
Ὀλυμπιάδες κόρες, λύρα
παῖξτε του
Χορέψτε μοῦσες μου, χορέψτε του
Κλειώ, Εὐτέρπη, Θάλεια, παῖξτε του
Καλλιόπη, Μελπομένη
Τερψιχόρη, χορέψτε του
Πολύμνια, Οὐρανία, Ἐρατώ
τραγουδῆστε του
Μέ τ’ ἀηδόνι σας μηνύστε του
τήν ἀγάπη μου
Τόν ἀνθό της, μέ τ’ ἀηδόνι σας
στεῖλτε του
Μέ τόν ἀνθό της στολίστε τον
Λουλούδιασα, πέστε του
καί στόν κάμπο ἔγειρα
Μέ τ’ ἀηδόνι σας, σέ μένα
φέρτε τον

Ὀλυμπιάδες μου, κάμπος ἔγινα
ποῦ νά μέ ‘βρεῖ;
Στίς πηγές πού στό σῶμα μου
κείτονται;
Στά λουλούδια πού γέννησα;
Στό βουητό τῶν ζουζουνιῶν
πού ἔθρεψα;
Στόν ἥλιο πού μέ χάιδεψε;
Στή βροχή πού μέ πότισε;
Κόρες τῆς μνήμης καί τῆς γνώσης,
κάμπος ἔγινα, ποῦ θά μέ ‘βρεῖ;

Ὤ ζωή μου, μητέρα μου, Δήμητρα
Πάνω στόν πέπλο σου κοιμήθηκα
κι ὀνειρεύτηκα τήν ἀγάπη μου
Ἄνεμος ἔγινε καί μακριά μου
ταξίδεψε
Ἦρθε ὁ Πλούτωνας καί μ’ ἄγγιξε
σάν ἄλλη Περσεφόνη μέ γέλασε
Τ’ ἄγγιγμά του μέ κέντρισε
Τά γαμήλια δῶρα του δέχτηκα
Μή μέ ψάχνεις, μητέρα μου
μέ τό ἅρμα τοῦ Ἥλιου νά μέ ‘βρεῖς
Τά γαμήλια δῶρα του δέχτηκα
Τά δάκριά μου ἡ γῆς δέ βάσταξε
ρόδο γίνανε
Τό ρόδο ρίζωσε στήν ἀγέλαστη
πέτρα σου.
Τό ρόδο σου κράτησε, δέ ρίζωσα
πάνω σου
Πνοή ἔγινα κι ἀπ’ τό σῶμα σου
ἔφυγα
Ἔφυγα, ζωή μου
γιά τά μαγεμένα του μάτια

Στό βυθό ἔριξα τά μάτια μου
Σ’ ὅλες τίς θάλασσες τά βύθισα
Χωρίς ἐκεῖνον, τί νά βλέπω;
Ὅλη ἡ ἄνοιξη ἐκεῖνος εἶναι
ὅλα τά τραγούδια ἐκεῖνος
ἐκεῖνος εἶναι ὅλη ἡ ὀμορφιά

Μήν εἴδατε τά μαγεμένα του μάτια;
Σ’ ὠκεανούς τά βάφτισα
στῆς καρδιάς μου τό πέλαγος τά κοίμισα
Μέ τά δάκρυά μου τά δρόσισα
Ποιός βυθίστηκε
στά μυστικά τους βάθη;
Ποιός ρούφηξε τό νέκταρ τους;
Ποιός τά γνώρισε
καί ἀφουγκράστηκε τήν ἀλήθεια τους;
Ποιός τήν ὀμορφιά τους τραγούδησε;

Τά μαγεμένα του μάτια, μήν εἴδατε;
Μέσα τους χόρεψαν οἱ οὐρανοί
κι ἀναπαύτηκε τό βλέμμα μου
Ἡ ψυχή μου τά χάιδεψε
κι ἁπαλά τους ψιθύρισε
Ὁ ψίθυρος κραυγή ἔγινε
καί θρυμματίστηκαν
Χρυσόσκονη γίνανε
καί γεννήσανε τ’ ἄστρα
Στούς οὐρανούς θά τά βρῶ
Οἱ οὐρανοί μέσα μου σκύψανε
Μέσα μου φέγγουνε τά μάτια του
Χιλιάδες ἥλιοι φέγγουνε
Εἶναι τά μαγεμένα του μάτια

Μήν εἴδατε τά μάτια του;
Τό πρόσωπό μου πάνω τους καθρέπτιζα
καί πουθενά δέ τό ’βλεπα πιό ὄμορφο
Μοῦ πήρανε τά μάτια του
κι ἔχασα τό πρόσωπό μου
κι ὅλα γύρω μου ἔχασαν τήν πνοή τους
Ὁ οὐρανός κι ἡ θάλασσα κι ὁ κάμπος
νεκρά εἰν’ χωρίς τά μάτια του

Ὤ νύμφες, νεράιδες, ψυχές τῶν λουλουδιῶν
Νηριῆδες μου, τῆς θάλασσας ψυχές
Ἄγγελοι τ’ οὐρανοῦ
Τό χορό ξαναρχίστε
Ζωντανέψτε τά μάτια του
Τό χορό ξαναρχίστε

Οἱ μελωδοί τῶν τραγουδιῶν μου
ξυπνήσανε
Τά βιολιά καί τίς λύρες κρατήσανε
Μέ τό χορό σας συντροφέψτε τους
νά κινηθοῦνε τά σύμπαντα
Μέ ὁρμή νά κινηθοῦνε, μέ δύναμη

Μιά θύελλα ξέσπασε
καί βουίζει τό αἷμα μου
Γῆ κι οὐρανός μπῆκε μέσα μου
Καί γιά μιά στιγμή
αἰώνια στιγμή
κεραυνός κι ἀστραπή
καί βροντή, γεννήθηκε

Στήν ἀπεραντοσύνη τό ταξίδι μου
κι ἡ ἀπεραντοσύνη
μέσα μου χώρεσε
Ποιός τοῦ Δία τήν τέχνη
μοῦ μάθαινε;
καί κεραυνούς ἐγώ κι ἀστραπές
Γῆ κι οὐρανός ἐγώ

Τόν ἄνεμο φίλησα
κι ἐκεῖνος μέ τύλιξε
μέ τόν βασιλικό του χιτώνα
Τά σκῆπτρα του μοῦ ’δωσε
Ὁ Αἴολος τά σκῆπτρα του
μοῦ ’δωσε
Ἄνεμος ἔγινα
Σιρόκος καί Ζέφυρος
χορεύω στ’ οὐρανοῦ
καί τῆς γῆς τά περβόλια
Στίς θάλασσες χορεύω
καί στ’ ἀπύθμενα βάθη τους
βυθίζομαι

Εἶναι ἐκεῖ πού βρίσκονται
τά μάτια του
Κανένας δέν μπορεῖ
νά μοῦ τά πάρει
Εἶναι ἐκεῖ. Ἡ ἐλιά καί τό ξίφος
εἶναι ἐκεῖ
Ἐκεῖ τό σκοτεινό σπήλαιο
καί τ’ ἀνέσπερο φῶς, ἐκεῖ
Ἐκεῖ εἶναι

Ἕνα μυστήριο εἶν’ ἡ ἀγάπη μου
μιά τρέλα εἶναι, ἕνας ὠκεανός

Νά τραγουδῶ μέ κάνει
νά χορεύω, νά χάνομαι
Χιλιάδες τά τραγούδια
Τήν ὡραία κοιμωμένη μου, ξύπνησαν
Ὁ πρίγκιπας τῶν τραγουδιῶν μου τή φίλησε
Γλυκά τή φίλησε κι ἄνοιξε
τά χιλιάκριβα μάτια της

Μοῦ μίλησε ἡ θάλασσα
κι ὁ κάμπος μοῦ μίλησε
κι ἡ ὀμορφιά μοῦ τραγούδησε
κι ὅπου στρέψω τό βλέμμα μου,
ἐκεῖ καί τό δῶρο σου
Δέν ξέρω ποῦ νά σέ βρῶ
Ἔλα καί κράτησέ με
Ἡ θύμησή του, κόβει
τήν καρδιά μου
Στά δίχτυα μπλέχτηκα τοῦ ἔρωτα
Ἔλα καί κράτησέ με
Ἐσύ εἶσαι τό ξίφος μου
καί ἡ πανοπλία μου, ἐσύ
κράτησέ με
νά βρῶ ἕνα ξέφωτογιά νά χορέψω
κράτησέ με

Τή χαρά μου, ξύπνησε
κι ἡ χαρά μου σά θύελλα
τούς πύργους μου γκρέμισε
Στά ἐρείπια τους στάθηκα καί στέναξα
Ἡ χαρά μου ὀδύνη ἔφερε
ἡ ὀδύνη ὑφαίνει τή χαρά μου
τή χαρά πού ξύπνησε μέσα μου
Χορεύει ἡ χαρά μου
στά μάτια του χορεύει
κι ὕστερα μέ δάκρυα ντύθηκε
καί πάλι τραγούδησε καί χόρεψε
στούς οὐρανούς χόρεψε
καί στούς κήπους τῆς γῆς γονάτισε
μέ τά μύρα του ἔπλυνε τό κορμί της
μέ τά μύρα του μέθυσε
μέσα στά σκότη ταξίδεψε
στοῦ φεγγαριοῦ τ’ ἀσημένια μάγουλα
τό φιλί της ἄφησε
Βαθιά τόν ἀγάπησε ἡ χαρά μου
Πῶς νά τ’ ἀγγίξω τό φιλί της;

Μέ ταξιδεύουν τά μάτια του
Πέρα ἀπ’ τούς χάρτες τοῦ κόσμου
μέ ταξιδεύουν
Βυθίστηκα καί χάθηκα μέσα τους
μέσα στούς δρόμους
τῶν ματιῶν του χάθηκα
Χόρεψα καί τραγούδησα πάνω τους
κήπους μέ ρόδα καί γιασεμιά φύτεψα

Μέ ταξιδεύουν τά μάτια του
Πέρα ἀπ’ τή βουή τοῦ κόσμου μέ ταξιδεύουν
Ἀνοίχτηκα καί μεγάλωσα μέσα τους
μέσα στούς δρόμους
τῶν ματιῶν του μεγάλωσα
Παίζοντας μέ τό φόβο τόν συνάντησα
τή μουσική τῆς ὕπαρξής του ἄγγιξα

Σ’ ἄγγιξα, ρόδο μου
κι εἶναι θάνατος, ἔρωτας, γέννηση
ὕμνος εἶναι, τῆς καρδιᾶς μου ταξίδι εἶναι

Δάκρυα φέρνω, ἀγάπη φέρνω
σέ τριανταφυλλιά τή δένω
νά τήν πάρει τό φεγγάρι
στά μαλλιά του νά τή βάλει
στό ποτάμι νά λουστεῖ
τ’ ὄνειρο νά φωτιστεῖ
Μνῆμες πάνω στά μαλλιά
τοῦ φεγγαριοῦ
πάνω στ’ ἄσπρο καί τό γκρίζο
τ’ οὐρανοῦ
Δάκρυα φέρνω, ἀγάπη φέρνω
σ’ ἕνα σύννεφο τή δένω
πάνω του νά ταξιδέψεις
τό φιλί της νά μαγέψεις
κι ἡ βροχούλα ἡ βροχή, νά χορέψει
ὁλόχαρη
.
Μέ τή μουσική τῶν ἤχων
τῶν χρωμάτων, τῶν λέξεων
τῆς ἀνάσας καί τῆς κίνησης ἔπαιζα
Ἔπαιζε ἡ ψυχή μου καί χάθηκε
σέ τόπους ἀνεύρετους
μαγεύτηκε κι ἔφυγε
καί πίσω δέ γύρισε

Ἀπέμεινα μόνη
μέ τή λόγχη τοῦ κόσμου
καρφωμένη στό στῆθος μου
Γυμνή μές στ’ ἀχολόι
Τό τραγούδι εἶναι τό μόνο μου ἔνδυμα
ὑφασμένο μέ τό ἀγέννητο
καί τό ἄδηλο
Κανένας δέν μπορεῖ
νά μοῦ τό πάρει
Θά ματώσουν τά χέρια
Δικό μου θά ’ναι στούς αἰῶνες
Εἶναι τό μόνο μου ἔνδυμα
τό τήν ἀλήθεια ὁρώμενο
Κι ἐσύ καρδιά μου
ὁ ἀέρας, ὁ τολμητής
πού τό κάνει νά πάλεται
νά λικνίζεται
νά χορεύει

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1.Εὐχή ......................................... 7
2.Γῆ καί οὐρανός ................................8                                 
3.Δελφῶντόπος ..................................10
4.Ὁ οὐρανόςτή φίλησε ...........................12
5.Χωρίςνά χορεύεις .............................16
6.Ὅλη ἡ ὀμορφιά ................................18
7.Ὤ νύχτα ......................................20
8.Θά τειχίσωτή γῆ μου ..........................22
9.Τό μετέωρο βῆματῆς ἄνοιξης ...................26
10.Κόκκινο βελοῦδο .............................33
11.Τό ποτάμι ...................................35
12.Χορεύοντας ..................................36
13.Ἀνατέλλω ....................................37
14.Καλήν Ἀνάσταση ..............................39
15.Στήν ἄλλη ὄχθη ..............................40
16. Ὠκεανός ....................................42
17.Μ’ ἕνα τραγούδι μόνο ........................46
18.Αὐγουστιάτικο τετραήμερο ....................47
19.Ἡ ἀναπνοή μου ἡ πρώτη .......................49
20.Στό μέσο τῶν ἀνέμων .........................50
21.Μ’ ἕνα στεφάνι ζάπυρο .......................52
22.Μιά ζωγραφιά στήν κυανή ποδιά τοῦ ἀνέμου ....54
23.Χιλιάδες χρόνια ταξιδεύω ....................63
24.Τό πέρασμα ..................................65
26. Ἡλιογέννητη ................................68
27.Νανούρισμα ..................................72
28.Τό φιλί τῆς ἄνοιξης .........................75
29.Λευκή Ἀθηνά .................................76
30.Μιά φορά κι ἕναν καιρό ......................77
31.Θάλασσά μου μικρή ...........................80
32.Μνῆμες ......................................82
33.Ἦταν μιά μαγική εἰκόνα ......................85
34.Ἡ ἄλλη ὄψη ..................................88
35.Στά δίχτυα τῆς ἀγάπης .......................90

Ἡ Ποίηση εἶναι γιά μένα ἕνας Χορός. 
Ἕνας Χορός ἀπό ἤχους, χρώματα, μυρουδιές,βλέμματα,σπαράγματα,
πού δονοῦν τήν ἐπίπεδη καθημερινότητα καί ξεκλειδώνουν μνῆμες, 
γνώσεις, ἀλήθειες,στηρίζοντας τή ζωή.
Εἶναι ἡ μύχια ὁδός πού μέ ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια μου.
Τήν ἀλήθεια μου πού ποτέ δέν τήν εἶπα μέχρι τό τέλος,
γιατί ἀκόμα ψάχνω τίς φωνές νά τήν ἀρθρώσω.
Τή συλλαβίζω μόνο καί κάπου-κάπου παιζογελῶ καί χορεύω μαζί της
~ ~
Πολλά ἀπό τά ποιήματα αὐτῆς τῆς συλλογῆς εἶναι παλιά,
ὡστόσο θέλησα νά τά παρουσιάσω ἀποχαιρετώντας ἕνα κομμάτι
τοῦ ἑαυτοῦ μου πού ἀφήνω καλωσορίζοντας τό καινούργιο.

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ» ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΓΝΑΦΑΚΗ 
ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ«ΥΦΟΣ» ΠΥΘΙΑΣ 6 113 64 ΑΘΗΝΑ 
ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ 2006 ΣΕ ΧΑΡΤΙ CHAMOIS MAT 100 ΓΡ ΕΥΠΩΠΑΪΚΟ 
ME ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΕΡΓΟΥΠΗ
ISBN 960-7821-14-9