Τα τετράδια - βελούδο από τριαντάφυλλο - 1890 , 1921 - 1986




Τετράδιο Ι

Κοιτώντας από απόσταση


Ο πάγος καίει όπως η φωτιά\κι η ψυχή δέρμα δεν έχει\να περιφράξει τα πεφταστέρια της\Αστράφτει η χαρά όπως κι η λύπη

<<… μέχρι να φτάσουμε στην Νέα Υόρκη έφερνε της θάλασσας ο αέρας στα ρουθούνια μου μυρωδιά από αίμα. Βάθαινα την ανάσα μου να σιγουρευτώ καθώς ούτε σταγόνα δεν έβρισκα εκεί γύρω. Ρωτούσα δειλά δειλά τους συνταξιδιώτες μου και κείνοι με κοιτούσαν απορημένοι, ξέσπαγαν σε γέλια μόλις τους γύριζα την πλάτη.

Ένα μήνα στο καράβι με το αίμα να ακολουθεί τον αέρα που ανέπνεα κι απ’ της στεριάς μακριά τη δέση, άλλο μην έχοντας να κάνω, θέλησα να δω πέρα από τα όρια. Να δω κάτω από την επιφάνεια των υδάτων. Σε απόσταση από τους παφλασμούς και τα κύματα. Εκεί που το κύμα δημιουργείται. Πριν από την κίνηση, πριν από τον φόβο. Στων σπλάχνων τη θάλασσα. Κοιτώντας έγδερνα το δέρμα μου.


Πιάσαμε λιμάνι μα τούτο το κοίταγμα τέλος δεν είχε. Καθώς οι μέρες γινόντουσαν χρόνια απ΄ αυτό το γδάρσιμο έβγαιναν οι λέξεις. Γέμισαν τετράδια με κόκκινο μελάνι. Μικρές παπαρούνες τα γράμματα ανέπνεαν σε χάρτινο λιβάδι. Πουλιά γινόντουσαν και ξενιτεύονταν κι έμεναν ανέκφραστα τ' αληθινά μυστήρια.

Αίμα, έλικες, ρίζες και νερά το σώμα μου, σ' ουρανό να τυλίγεται και με τη γη να ερωτεύονται οι ποταμοί του. Κοινωνούσε η καρδιά την ομορφιά κι άνοιγε εγκαταλείποντας τις άμυνες. Ανοχύρωτη έμενε όλο να ρουφήξει το φως. Έστελναν οι αρτηρίες με τόση ορμή το αίμα στην καρδιά, που ξύπναγαν και τα πιο νυσταγμένα όνειρα. Μια φωτιά άρχισε να καίει κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης. Μια ανεξήγητη φωτιά. Χόρευα κι ένα τραγούδι πεταγόταν από κάθε μου σπόνδυλο.


Έλαμπαν στα μάτια τα μικρά μυστικά της γης, απ' της έκστασης έλαμπαν τη μέθη. Έλαμπα κι εγώ μες στο κοχύλι μου.

Κι όμως τώρα που είχα ό,τι πιότερο είχα ποθήσει ένας άγριος άνεμος μ' άρπαξε και με ταρακούνησε συθέμελα. Τίποτα δεν άφησε όρθιο στο πέρασμά του. 'Έφερνε τούτος ο άνεμος αύρες απ' το παρελθόν, τόσο οικείες που άφησα ορθάνοιχτα όλα τα παράθυρα της καρδιάς να τις ρουφήξει.

Ήταν τότε που τον συνάντησα για πρώτη φορά. Με μια ματιά στης αγάπης το δίχτυ. Στο πρώτο φιλί άνθισαν τα τραγούδια. Σαν χείμαρρος έβγαιναν απ' το στόμα . Μουσικές και λέξεις από το πέραν. Πρώτη φορά τις πρόφεραν τα χείλη. Απ΄ τα σπλάχνα μου μέσα τραγουδούσα ακατανόητες λέξεις. Μέσα σ' αυτήν την έκσταση και κείνες οι τουλίπες πάνω στο τραπέζι απόκτησαν άλλες διαστάσεις. Έδεσαν στην μνήμη των ματιών τους μίσχους τους. Μια αγκαλιά τουλίπες να με σημαδεύει.

Τον συνάντησα την ώρα που αφυπνιζόταν μέσα μου η ενέργεια της ζωής, γι' αυτό κι ό,τι ακολούθησε ανείπωτο.

Κι ας είδα απ' την πρώτη στιγμή τις σκιές της προσωπικότητας, απ' τα μάτια στον πυρήνα του βυθίστηκα ν' αντικρίζω μόνο την ομορφιά. Η λατρεία θάμπωνε την όραση κι η πίστη στη δύναμή μου δεν με εμπόδιζε να παίζω με την φωτιά.

Το σώμα άρχιζε να χορεύει από μόνο του στη θέα του αγαπημένου μου και ένα γέλιο δυνατό απ΄ την κοιλία ανέβαινε αναίτια κάνοντάς με να μοιάζω τρελή και μεθυσμένη. Ήταν τόση η ένταση της ζωής μέσα μου που έλκυσε την επιθυμία θανάτου σαν δώρο ακριβό. Η έκσταση σε κάθε μας συνάντηση καλούσε τον θάνατο επίμονα, όχι με θλίψη , μα με άφατη χαρά που δεν χωρούσε σ’ αυτό το σώμα . Ένα κάλεσμα που περιείχε την βεβαιότητα της παντοτινής τρελής χαράς, κάτι που η απουσία του μου στερούσε. Γιατί όταν έχεις γευτεί τον ουρανό στην αγκαλιά της γης, τον αναζητάς απελπισμένα.

Εκείνος έδενε ένα μαύρο πανί στον ήλιο. Το τραβούσα με λύσσα και το 'σκιζα. Με ένα άλλο πιο μαύρο τον τύλιγε, ακτίδα να μη φεύγει. Άπειρος ο φόβος σε τούτο το δόσιμο.

Βούταγα την πένα στο μελάνι κι έσταζε διάφανο κι ούτε μια λέξη να γράψω κι αν έγραφα χαράζοντας το χαρτί, πώς να σου κοινωνήσω το δέος. Σάστισαν οι λέξεις μες στα δόντια. Αδύνατον να τις προφέρω. Μόνο ήχοι ασύνδετοι έβγαιναν κι ένα τραγούδι πνιγόταν στο λαρύγγι μου.

Εκείνος δρασκέλιζε με τον νου τα μονοπάτια της καρδιάς κι αποκτούσαν δύναμη στο χαρτί οι λέξεις του. Κι ας ήξερε η πένα να κάνει τη δουλειά της, δεν ήθελε εκείνος να ξέρει όσα η πένα ήξερε. Ζούσε στον νου όσα η καρδιά δεν έζησε. Κι αυτά τα ποιήματα που ξεπερνούσαν σε ένταση την ζωντανή παρουσία, καθόλου δεν ήταν για μας, παρόλο που δεν υπήρξαν ανεπίδοτα. Θεατρικά κείμενα που απολάμβανε το παίξιμό τους στο θέατρο της φαντασίας. Παραδίδοντάς τα, έναν ρόλο μου έδινε για να μπορεί να βλέπει σαν θεατής την παράσταση. Δεν συμμετείχε ο ίδιος σ' αυτήν. Ήθελε να παίρνει τα Δώρα αναίμακτα.

Όμως ο Έρωτας δημιουργούσε πριν ο Χρόνος υπάρξει κι όποιος αναίμακτα κοινωνεί δεν γεύεται τα μυστήρια.

Αυτή η συγχώνευση έφερε τον χαμό. Γιατί ποτέ σ' αυτόν τον κόσμο η συγχώνευση με τον άλλον δεν μένει ατιμώρητη.

Ήταν τότε που αποφάσισα να γυρίσω στην Ελλάδα. Ήμουν έγκυος στον πατέρα σου αλλά αυτό δεν με εμπόδισε να τολμήσω ένα τόσο μεγάλο ταξίδι.>>

Σταμάτησε να μιλά, με κοίταξε κι άστραψε το γαλανό του ουρανού στα μάτια της, πέρασε στην βελόνα την κλωστή, χωρίς γυαλιά παρά τα ογδόντα χρόνια της και σιγομουρμούρισε, << Ο πατέρας σου άλλαξε την πορεία της ζωής κόρη μου. Κουβαλούσε στο αίμα του τη φωτιά και την ένταση της καρδιάς μου.>>

Από κείνην κατάλαβα για πρώτη φορά τι σημαίνει λατρεία. Όχι δεν είναι υπερβολική αγάπη, όπως συνηθίζουμε να δηλώνουμε. Είναι μια ιερή συγκίνηση, ένα θρησκευτικό συναίσθημα, που δονεί όλη σου την ύπαρξη στο πλησίασμα του αγαπημένου σου. Κοιτώντας τον δεν αντικρίζεις πλέον την προσωπικότητα, αλλά την θεϊκή σπίθα που την συγκροτεί. Έρχεσαι σε επαφή με το αγέννητο με το άχρονο σώμα του αγαπημένου. Ψαλμωδίες και μουσικές σε κατακλύζουν και ένα απερίγραπτο δέος. Ανοίγει η καρδιά και οι αισθήσεις διευρύνονται, δεν είσαι πια ο ίδιος άνθρωπος, έχεις γευθεί το νέκταρ των θεών.


Είχα μια γνώση, όχι προσωπική, για αυτού του είδους τις εμπειρίες, αλλά το να έχω έναν άνθρωπο με τέτοια βιώματα μπροστά μου με βοηθούσε να τις κατανοήσω καλύτερα.

Ο έρωτας ένα ταξίδι της ψυχής είναι που σε κάνει να ξεπερνάς τα όριά σου. Δεν είναι τα σώματα μόνο που ποθούν και έρχονται κοντά μα η λαχτάρα της ψυχής να μετατοπιστεί από το στενό κελί του εγκλεισμού της που η κοινωνική λογική της έχει επιβάλει. Να κινηθεί χωρίς ταυτότητα προς την ενότητα από την οποία νιώθει αποσπασμένη. Σπάει το φράγμα του εγώ και βιώνεις ανείπωτες συγκινήσεις μέσα σ' εκείνη την πληρότητα που όταν χαθεί αδύνατον να μαζέψει κανείς τα συντρίμμια του.

Δεν ήταν απόφαση κανενός να συμβεί ό,τι συνέβη. Ο φτερωτός θεός πάντοτε κάνει του κεφαλιού του. Άρχισαν τα γεγονότα να την υπερβαίνουν. Πώς να ξαναμπεί κανείς από τον κόσμο του άφατου σ' αυτήν εδώ την πραγματικότητα και με ξεριζωμένη την καρδιά;

Προσπαθώ μετά από χρόνια να φέρω στη μνήμη μου όλες εκείνες τις ιστορίες που μου είχε διηγηθεί, ψάχνω τα τετράδιά της και τις σημειώσεις μου, τώρα που η δική μου ζωή ήρθε να ακουμπήσει τη δική της και αποκτούν άλλο νόημα τα λόγια της.

Με θλίβει που δεν τα θυμάμαι όλα, που κάποια κομμάτια της ιστορίας της έχουν χαθεί, γιατί μόνο σε μένα μίλαγε γι’ αυτά σε κανένα άλλο από τα οκτώ εγγόνια της. Ήταν φορές που τρόμαζα και τότε σηκωνόταν, μου χάιδευε τα μαλλιά και μου ζητούσε να κατέβουμε στον κήπο.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τη θυμάμαι σαν ένα άσπρο σύννεφο πυκνό που σε τύλιγε απαλά και γαλήνευες. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που δεν ήθελα να χάσω.

Την είχα δει στον ύπνο μου, στο ιερό ενός ναού. <<Βρίσκομαι, μου λέει, στο ιερό του Αιγόκερου. >> Λίγες μέρες μετά, στα χιόνια του Γενάρη, γεννήθηκε η κόρη μου. Ίδια η προγιαγιά της. Ολόιδια! Λες και ξαναγύρισε στο σπίτι μας.

Χτες το βράδυ δεν έκλεισα μάτι, ξεφύλλιζα πάλι εκείνα τα τετράδια. Άκουγα τη φωνή της σε κάθε λέξη που διάβαζα, σαν να ήταν εκεί, όπως τότε, καθισμένη δίπλα στο παλιό μπαούλο.

…λίγους μήνες πριν την επιστροφή μου στην Ελλάδα γνωρίστηκα με την Ήριννα, “τη γυναίκα που έγραφε”, έτσι την αποκαλούσαν όλοι. Σ΄ αυτήν εμπιστεύτηκα το συμβάν με το αίμα και τις αλλόκοτες λέξεις, σε κανέναν άλλο, ποτέ. Εκείνη ήξερε τα μυστικά του χορού. Μαζευόμαστε στο σπίτι της πέντε φίλες και χορεύαμε. Όχι μην πάει ο νους σας στον χορό όπως τον ξέρουμε. Από συγκινημένη καρδιά ξετυλιγόταν η κίνηση ανεξέλεγκτη. Το κορμί τέντωνε τις χορδές του και κοινωνούσε τη μουσική του. Έμπαινες μέσα στην καρδιά σου, γινόσουν ολόκληρη η καρδιά. Γεννιόσουν ξανά απ’ τη μήτρα της γης. Άγγελος δοξαστικός σε αθέατη πτήση, με της γέννας το αίμα ν’ αχνίζει στα φτερά του.

Οι αισθήσεις οξυνόταν, κυρίως η όσφρηση. Ήταν κυρίαρχη, λες και αρκούσε από μόνη της να ανακαλύψεις και πάλι όλη τη ζωή απ’ την αρχή. Τόση η ευφορία της κάθε ανάσας,τόση η λαχτάρα να μυρίσεις βαθιά, τόση η έκπληξη. Πώς να την χωρέσεις την ομορφιά στο άχρωμο της καθημερινής ανάγκης;

Μα αν κάτι έχει υπάρξει αληθινά σε ακολουθεί. Αν γεύτηκες και μια σταγόνα απ’ το μέλι του, πάντα μπροστά σου θα είναι κι ας μη το θέλουν οι καιροί. Θα το κυνηγάς, θα σου ξεφεύγει. Άπιαστο το ξέρεις, σε ζυγώνει μόνο τόσο όσο να σου γλυκάνει τα δάχτυλα κι ύστερα εσύ αιώνιος κυνηγός.

….Δε με χωράνε τούτες οι μέρες. Χορεύοντας συναντήθηκα με τις ρίζες μου, ρείκια και μυρτιές, πλατάνια και λεύκες, κάνω να φύγω και με σφιχταγκαλιάζουν. Ο κορμός μου αγαπιέται στο στροβίλισμα των φύλλων μου. Τα κλαδιά μου πλεγμένα χέρια κρατούν τους σπινθήρες της αστραπής. Πηγαίνω πίσω το χρόνο. Αθέλητα πηγαίνω. Ο έρωτας μου πήρε τα μυαλά. Νιώθω ταυτόχρονα να ζω εδώ στο σήμερα και αιώνες πριν στην Ελευσίνα.
Σε κάθε κρόκο και πέτρα η Δήμητρα.

Στο Θριάσιο Πεδίο τριγυρνώ, στο ναό σου θεά, σε λευκό χιτώνα τυλιγμένη. Με τα μαλλιά μου προσεκτικά χτενισμένα, λουσμένα στη θάλασσα. Με υγρά τα γυμνά μου πόδια, την πομπή ακολουθώ. Ο ιεροφάντης με κάλεσε, τη θυσία μου πρόσφερα, τα σγουρά μου μαλλιά. Νοσταλγία για σένα αγαπημένη. Ω ζωή μου, μνήμη, μητέρα, απλώνω με σένα χέρια κλαδιά.

Απ’ τα μεγάλα σου μάτια ξεχύνονται οι ουρανοί κι απ’ το κορμί σου του κάμπου η δροσιά και το βαθύ ανάσασμα κι οι έλικες οι ρίζες, οι βλαστοί που αγκαλιάζονται. Της λάβας η πυρά μες στην καρδιά σου. Στην αύρα σου φωλιάζουν και χορεύουν οι μέλισσες και το νέκταρ σου θεά κοινωνάνε.

Εκεί και δω με τη συγκίνηση της αγάπης να δονεί την καρδιά άρχισα να συνδέομαι βαθιά με την γη, να ριγώ στη θέα της. Ένιωθα την πέτρα, το νερό, τους κορμούς, κομμάτια μου. Αυτή η σύνδεση πέρασε στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους κι άπλωνε προς τα έξω την καρδιά μου απροστάτευτη, γιατί ο άνθρωπος το μεγαλύτερο θεριό μα η αγάπη δεν το βλέπει.

Δέξου αυτό που έρχεται σε σένα το κύμα μήνυσε και όπως έσπαγε στα βράχια, ναι τραγούδησα. Ναι είναι εντάξει. Ρώταγα την αύρα που με δρόσιζε και το αγκάθι που με τρύπαγε. Τη θάλασσα, τα δέντρα, τον άνεμο ρώταγα και μόνο ναι, ναι, ναι… άκουγα. Ναι είναι εντάξει που έτσι είναι. Δέχομαι αυτό που έρχεται σε μένα στο κύμα μήνυσα και όπως έσπαγε στα βράχια, ναι μου τραγούδησε.

Το τραγούδι με το φόβο μου με φίλιωσε. Φιλιωμένη μαζί του κράτησα το ξίφος μου. Απ’ το θηκάρι το 'βγαλα και σάστισαν οι εχθροί μου. Με θάρρος το κράτησα και με την κόψη του δρόμους άνοιξα. Τιμή που μου δόθηκε, μ΄ ευγνωμοσύνη το κράτησα. Με κομμένη την ανάσα προχώρησα. Στην άβυσσο στάθηκα. Μέσα της να ταξιδέψω παρά να ζω χωρίς ζωή.

Έμπηξα το ξίφος στην καρδιά να γεννηθώ απ’ την κόψη του. Άστραψε στο σκοτάδι φως απ' το αίμα της. Πώς να κλείσω τα μάτια και να πω πως δεν είδα, κάθε φορά που ακολουθώ τα ίχνη που βρίσκω στο μονοπάτι μου;


Ποια ίχνη γιαγιά ακολουθούσες, ρώτησα με τρεμουλιαστή φωνή , λίγο πριν νιώσω τη ροή του αίματος στο αριστερό μου ρουθούνι. Είχα πάλι βυθιστεί στη ζωή της, σαν να περίμενα με μεγάλη αγωνία να μου αποκαλύψει κάποιο μυστικό, κάτι τόσο σημαντικό που λες και γεννήθηκα μόνο και μόνο για να το μάθω. Αυτή η ένταση ήταν και η αιτία, νομίζω που άνοιγε η μύτη μου κάθε φορά που έπιανα αυτά τα τετράδια.

‘Όμως την ένοιωθα δίπλα μου, είμαι σίγουρη πως άκουσε την ερώτησή μου. Εξάλλου την άκουγα που σιγοτραγουδούσε ένα παιδικό τραγούδι, κάτι σαν νανούρισμα. Μα ναι και οι μυρουδιές! Κάθε φορά που αισθάνομαι την παρουσία της ένα άρωμα ρόδου πλημμυρίζει το δωμάτιο.

Σηκώθηκα και προχώρησα προς το παράθυρο, το άνοιξα διάπλατα και κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Ένα ρολόι χτυπούσε στην καρδιά μου γυρνώντας ανάποδα τους δείχτες. Άρχισα να τρέχω παραβγαίνοντας με τις σκιές. Αποκαμωμένη έγειρα στη ρίζα μιας ελιάς κι αποκοιμήθηκα. 


Ονειρεύτηκα δυο μέλισσες με μια στάλα βροχής στα διάφανα φτερά τους να βουτούν την προβοσκίδα τους στο νέκταρ και έναν ήλιο να δύει στην κούπα μου, να τον πίνω και να καίγονται τα σωθικά μου. Ξύπνησα με μια παράξενη αίσθηση μη μπορώντας να ξεχωρίσω ποιο είναι περισσότερο αληθινό,το όνειρο ή η άλλη μου ζωή.

<< Είναι το ίδιο, την άκουσα να λέει, κι όχι μόνο τα όνειρα μα και τα παραμύθια…>>

Ο πάγος καίει όπως η φωτιά κι η ψυχή δέρμα δεν έχει να περιφράξει τα πεφταστέρια της. Αστράφτει η χαρά όπως κι η λύπη.


Τετράδιο ΙΙ Μικρά παραμύθια: Έκπληξη Ρήξη Άνοιξη

Έκπληξη

Μεταμόρφωση

Για αιώνες
άμμος στη Σαχάρα ήσουν
σώμα της πέτρας, σκληρό και άκαμπτο
Στέγνωνε το σάλιο σου στον ήλιο
Έρωτας Θεός στον Ευρώτα σε φέρνει
χώμα στις όχθες του
Έρωτας Χάρη σε φέρνει στην καρδιά σου
ανασαίνεις και θάλλεις
Έρωτας Θάνατος στου Ολύμπου τις βουνοκορφές
Έννοια από φως στα χέρια σου δόθηκε
Όλο το φως ένα κουκούλι
Νύμφη η χαρά
θυσία στα φτερά σου



Ήχος

Γοργόφτερος γύπας οργώνει το βουνό
Το ερίφιον αιμόφυρτο σφαδάζει
Ένα λιοντάρι του ανοίγει την κοιλιά
Σείεται η γη, λάβα καυτή σκεπάζει το έδαφος
Ύμνοι Ύμνοι Ύμνοι
Ο Λόγος της αλήθειας ορθώνεται σαν ανεμοστρόβιλος
μπροστά στα μάτια
Μες στο λιοπύρι της ψυχής η ελπίδα καίει τα φτερά της


Ερμαφρόδιτη στάθηκα στο πέλαγος του τραγουδιού
για να αρθρώσω ταυτόχρονα το ρο και το λάμδα
Όμως το όμικρον με παρέσυρε
Ήταν ολοφάνερο πως είχα πιάσει τον παλμό του
Πάντοτε με είλκυε ο ήχος του
Γοερός αναδύεται απ' τα σπλάχνα
Κι η γραμμή του σαν μήτρα μ' αγκαλιάζει
Ποτέ μέχρι το τέλος δεν την περπάτησα


Σεισμός φωνηέντων δονεί την καρδιά
Το τοπίο αλλάζει
Ένας γανωματής στιλβώνει ποτιστήρια
Μια άμαξα εμφανίζεται απ' το πουθενά
Η ηνίοχος ποτίζει στους κήπους μου
Στην ούγια του πέπλου της
διακρίνω την μορφή μου
Νότες από νερά με πλημμυρίζουν

“Έμμεσα σου μιλώ " μουρμούρισε
και σαν καπνός απομακρύνθηκε
Πάνω στα δαχτυλίδια του καπνού
ξετυλίγεται το ταξίδι μου

Περιπλανώμενοι

Έφταναν από την Έφεσο στο Μαίναλο
δια μέσου της Ερέτριας
Ο Μάντης τους είχε υποδείξει μια παλιά πηγή
Στο μεταίχμιο του ήλιου στέκονται
νομάδες, με τις αντανακλάσεις του γέλιου τους
και την αναρχία της αγάπης, ηγέτη
Σκοτεινάγρα σ' άτιμους καιρούς
Κοινωνούν τη σιωπή
κι ανθίζει του Ηρακλή το ρόπαλο στα χέρια τους
στο λαιμό τους της Ήρας σφυρίζουν τα φίδια
Άνθρωποι με το μάτι της τίγρης στην πλάτη
διασχίζουν το βουνό
Σε ανεξιχνίαστο μονοπάτι, απλώνουν το χέρι
γινωμένο να κόψουν καρπό
Στην ακτή της καρδιάς τους
ένα κύμα σηκώνεται απ' τη γεύση του
Νομάδες, στο Μαίναλο, στην παλιά πηγή
Σε κρύσταλλο νερό βαπτίζουν τη σιωπή τους
την ηλιοφάνεια στα μάτια τους
Ορθώνονται οι λέξεις που η σιωπή κένταγε
και σ' ένα βαλς παραδίνονται
Νομάδες στην καταιγίδα των ήχων
στις ηλιογραμμένες βουνοκορφές
απ' την Έφεσο στο Μαίναλο
δια μέσου της Ερέτριας

Στόμα

Ο σαλίγκαρος προχώραγε
με ένα στέμμα βροχής στις κεραίες του
Πηκτό σάλιο άφηνε στον δρόμο του
Οι έλικες στο όστρακό του άστραφταν
Στην βροχερή νύχτα, όλη η ομορφιά ξετυλίχτηκε
Πού;
Μα στην Αίγυπτο, στις όχθες του Νείλου
Ποιος τον ακολούθησε;
Η μικρή Σοφία μ' ασημένια παπούτσια
και το φεγγάρι στις σόλες τους
Όμορφη όπως ήταν κι ολόχαρη
χόρευε ζωγραφίζοντας την νύχτα
Τίποτα, τίποτα δεν γύρευε
παρά την τρελή της χαρά να τραγουδήσει
Η ανάσα της μύριζε υγρό, πράσινο ρύζι
Το τοπίο κι εκείνη ένα
Στον ορίζοντα χανόταν της αγάπης κόκκινος ήχος
Ολόκληρη η στιγμή φώτιζε στα μάτια της
Κι ο Νείλος; Τα νερά του;
Με το βουητό τους την κοίμισαν
Η αναπνοή της βαθαίνει , ονειρεύεται
Αλήθεια τι;
Ένα μικρό, τέλειο όπλο αφημένο πάνω στον μπουφέ
Ο Μέντορας εμφανίζεται ξαφνικά
(Να ήταν εκείνος ή τη μορφή του πήρε η Αθηνά;)
''Από το μέτριο απομακρύνσου,'' της ψιθύρισε
Ξύπνησε έντρομη
Μουρμούριζε ακατάπαυστα μια λέξη μόνο
Στόμα, ήταν η λέξη

Όνειρο

Ακολουθείς δρόμους της αστραπής
με σπινθήρες οδύνης στην καρδιά
και τη φωνή να βγαίνει από τα πέλματα
Κραυγές φυλακισμένες σε ηφαίστειο σώμα
συσπάσεις τις ωθούν από μήτρα ζωηφόρο
Άλογα τις σέρνουν στον λαιμό
μ' ένα καλπασμό εκτινάσσονται απ' το στόμα
Χαρά σε ποταμούς από τα μάτια χύνεται
Ένας ήλιος έρωτας σε τυλίγει, ακτίνες τα φτερά σου
Τρέμουν τα θεμέλια
Στριφογυρίζουν μ' ορμή ανεμόμυλοι
Γυρίζουν πίσω τα νερά
η θάλασσα στο ποτάμι, το ποτάμι στην πηγή
Νάματα κοινωνείς, άρτον και οίνον
Σε πλάθεις και σε πίνεις
Απ' την άλλη της Αγάπης μεριά σε συναντώ
Δρόμοι από λευκό φως με σημαδεύουν

Πού είναι η μικρή μου πολιτεία;
Πέρα απ' την σκοτεινή σπηλιά των φαντασμάτων;
Μέσα στην σκοτεινή σπηλιά;

Γάμος

Μεσάνυχτα
Γάμος στο φως της σελήνης
Αίμα ζεστό κυλάει στο βωμό
κινεί τις μνήμες της νύφης
Βάτα την στεφανώνουν
μούσκλια των δασών
Ένα πέταγμα πουλιού
νεύμα στα σύννεφα κάνει
με δυο σταγόνες βροχής να την φιλήσουν
Ο Αγαπημένος, Τέρας Ιερό
απ' το στέρνο της ξεφυτρώνει σαν λεύκα
Έχει την ομορφιά των ποταμών
των ελαφιών το βλέμμα
Την αγγίζει και σχίζεται η γη
Κι εκείνη αέρας και φωτιά
νερό και λάσπη, κομματιάζεται
στη λύσσα των ανέμων
Κάθε της κομμάτι σπόρος
νεόφυτο δέντρο στις όχθες του Αχέροντα
Ιτιές και πλατάνια

Κολυμπά το Τέρας και την φτάνει
Θεογέφυρο ανάμεσά τους

Αγίασμα

Με τα μάτια του Ώρου να σηκώνουν το φως
με τους θρήνους του Πίνδαρου
να στοιχειώνουν την καρδιά
ερείπια του Ναού, της αποκαλύπτονται
Μ' ένα νεύμα τους την πανοπλία της αφαιρεί
και τ' άλογο ελευθερώνεται
Ο καλπασμός του σπάει
την νεκρική σιγή των χαλασμάτων
Άγριες τουλίπες φυτρώνουν στις πέτρες
Ένα χέρι αναστηλώνει τα ερείπια
Ο περίβολος ωραίος σαν Άδωνις
Τρέμει η καρδιά
Λικνίζονται τα χρυσαφένια στάχυα
Οι Ώρες κύκλους κάνουν στο αλώνι
Σε νοητές πύλες ακροβατεί
με τις ουλές της αγάπης να οξύνουν την μνήμη
Σε τόσους κόσμους ριζωμένη
κισσός εκεί, μυρτιά αλλού και κέδρος
μυρίζει σε βάθος το ξύλο
κι όπως πάνω του λάμπουν, στο μισοσκόταδο
σταγόνες νερού
μέσα τους γλιστρά
Αγίασμα στο τέμπλο του ναού
Ακροποδητί απ' το κιονόκρανο στάζει

Ρήξη

Κωδικός αίματος

Πυκνόφυλλο ασήμι
της λεύκας ο ίσκιος
ελάφι ονειρεύεται στη ρίζα της
Λάμνουν πουλιά στο ξέφωτο
Σπείρες φωτός εκρήγνυνται

Με πυροτεχνήματα τρέφεις ελπίδα
για θυσία αναίμακτη
Αρθρώνεις το όνομά σου
Το χαράζεις
με άλφα ελληνικό, έψιλον,νι...
κι αφήνουν σφραγίδα αίματος
τα γυμνά σου πέλματα στο χώμα
Ανεμοστρόβιλος η ανάσα σου
την ροή του αίματος αντιστρέφει

Θέσφατο το θρόισμα των φύλλων
το όλον της ομορφιάς

Ναυτίλος Τάνταλος

Στης Ερεσσού τον όρμο
αναζητώ τα ίχνη σου
Ζέφυρος δαίμων τα ιστία φουσκώνει
να πάω σ΄ άλλην θάλασσα
Ναυτίλος Τάνταλος στον Άδη του νερού
Ιώδιο μυρίζουν οι πληγές μου
Αιώνια η πείνα
Αιώνια η δίψα
Ερμητικά κλειστός τούτος ο κόσμος
Πώς να δραπετεύσω;
Δυνάστες μου οι θεοί, ιστό μου υφαίνουν
Με πλοηγό τον Έρωτα σαλπάρω
τιμώντας την ιερή του όψη

Μια χούφτα αλάτι προσφέρω
από τις αλυκές του έρωτα

Ασύμμετρο

Ως την τελευταία σκηνή
η αυλήτρια
με ένα φίδι τυλιγμένο στον καρπό
σαν Νέμεσις επιζητούσε συμμετρία
Η αυλαία κλείνει
Τρέμουσα στέκεται στο παραπέτασμα
Ήχος αυλού συνοδεύει
το πλήθος στην έξοδο
τη θλίψη του απογεύματος
το κρύο
τη νύχτα μέσα στην νύχτα
Ανοίγει μονοπάτι στην καρδιά
Το ακολουθεί, χάνεται
Στα λευκά μαλλιά τούφες φως
χιόνι στα βλέφαρα
Μια ολόλευκη φιγούρα μες στη νύχτα
Το χάραμα ομορφαίνει τις λεπτομέρειες
Σταλάζουν τα δάχτυλα
Μια μικρή λίμνη στα πόδια
Στου αυλού τα ανοίγματα κύκνοι
έλικες επτά
Κάποτε στην υπερβολή η ομορφιά
Και το τίμημα;

Όποιος ταξίδεψε μαζί της
δεν αναρωτιέται
Έξω στέκει απ' του χρόνου τον τοίχο

Ουδέν πλην του φόβου

Ώρες μέσα στη σαγήνη
στα μονοπάτια της Σελεύκειας
Όλα τα δέντρα φυλλοβόλα
πυκνοί σωροί τα φύλλα
πορφυρά ανεμόπτερα
Στεριανής γοργόνας τα μαλλιά
στα γυμνά κλαδιά
Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος ; Ρωτά
Ξαναρωτά, φωνάζει, απάντηση καμιά
Στην άρνηση η φωτιά απαντά
Ως στους κρατήρες της σελήνης ο καπνός
μαύρα στεφάνια στα όρη της
Φως απ' του όρκου την ακτίνα
συνθήκη αγάπης κράτησε

Ώριμοι καρποί
στου φόβου τα κάστρα
Ποιος απ' το δίχτυ του ξέφυγε

Η ζώνη

'Ίχνη στο χώμα απ' τ' άστρο του Ταύρου
θέλγουν το φιλί
Σαν ανθρακωρύχος
εξορύσσεις κομμάτια από σκοτεινή γή
Ανοίγεις της πόλης τους πυλώνες
Σε πετροβολούν
Σκαλίζεις στην πέτρα του δέντρου το ροδάμι
Άνεμος εκτός ελέγχου
στέφει την όσφρηση
Από τοπάζι κι αμέθυστο, αστράφτουν
στη ζώνη διώνυμα της Ιππολύτης

Ίππαρχος ο ήλιος
αφοπλίζει της βασίλισσας την όραση
στερεώνει τη δόξα στο όμικρον της ομορφιάς

Ο σπόρος

Στο άνοιγμα ρεύματος στέκομαι
με τις οπώρες σου στο στόμα
Όλο το ρεύμα μια ρωγμή
στου ορχηστή το σώμα
Χύνομαι σε πορφυρά πελάγη
σε σφουγγάρια κι όστρακα
από νεύρα και αίμα
Ένα φίδι σφυρίζει
κι ο χορός κορυφώνεται
Σαν συναντηθώ στο επόμενο βήμα
με θεό φωτιάς στη λάβα της ύπαρξης
μια πυγολαμπίδα θα καίει τα φτερά της τη νύχτα
Όμως τώρα ριζώνει σπόρος που κράταγα στα δόντιαφυτρώνει μηλιά στο στόμα
σαλιγκάρι κοιμάται στον κορμό της

Με την πρώτη βροχή
ένα ταξίδι σε υπερούσιο δώμα

Το τραγούδι

Αχνοπατώντας
στα νερά η τροβαδούρος
το τελευταίο φευγαλέο όνειρο
διασχίζει

Γεράκι ακροβατεί σε γυμνούς ώμους
Κρατά στο ράμφος
το μεταξωτό της μαντήλι
με τις ελεγείες στους κόμπους του
Το τραγούδι περνάει το ποτάμι
στου έρωτα τη ρώτα

Φωνές ντυμένες άμφια νύχτας
περιπλανώμενες
δοσμένες στα χορικά της Ερωφίλης

Ωδές πνευστών
στο τέμπλο του νερού
ερείσματα ρώμης
φορεία τραυματισμένης μνήμης

Άνοιξη

Ακουαρέλα

Πέλματα σε περίτεχνο υπόδημα
Δάχτυλα σαν εναέριες ρίζες
Χρώματα νωπά
Το γαλάζιο λινό σου φόρεμα, Θάλασσα
Η άκατος της σοφίτας ταξιδεύει
στον Νότο της προσμονής
Στάζει το κόκκινο της ακουαρέλας
στο λευκό σου κύμα
Η κιβωτός μας υποβρύχιο ικρίωμα

Ένα ζεύγος πουλιών
στους τοίχους της
-υδατογραφία αιώνων-
αναζητεί την έξοδο

Έξοδος

Σ’ ανάκλιντρο πέτρας
της σαύρας το σώμα
του ήλιου γεύεται το φέγγος
Μ΄ αγκαθωτό περίβλημα καρπών
καστανιές σπαθίζουν το φως
Κοπάδια αγριομέλισσας βουίζουν
παίρνοντας την καρδιά
Μέλι ξανθό μέλι γλυκύτατο
Βουλιάζω στο ποτάμι
Η σορός μου σε τσόφλι καρυδιού
Από στριφτό κέρατο αρπάζομαι
Άνωση μες στην πλημμυρίδα
ίπταμαι στο ρίγος του νερού
Φτάνουν στ΄ αυτιά μου
του Κέρβερου οι μάχες
Δημιουργία

Λεπιδόπτερα
σε λίκνο ονείρου
το σώμα σου κρατούν
Σαν υγρός πηλός
σχήμα παίρνει
Αρτηρίες και νεύρα πλέκει
μια καρδιά κτυπά
σπαρταρούν φτερά
στάζουν ωκεάνιο μπλε
Στους γιαλούς του
όρκες κόβουν τα νερά
κατασπαράζουν

Παίρνεις τη σμίλη σου ξανά
Είδωλα ονείρων ξυπνούν
τινάζουν τα λινά κλινοσκεπάσματα
Τρέχεις κι αυτά σε κυνηγούν
Μας έπλασες, φωνάζουν
έχουμε τη σφραγίδα απ' το καλέμι σου
Το όπλο σου τα σημαδεύει
ανοίγουν ικετευτικά το πήλινο στόμα τους
Πεινούν και διψούν
Φεύγεις σαν κλέφτης
χάνονται τα ίχνη σου στο ρέμα

Στην ολκή του όπλου ανθίζει λεβάντα
το μωβ ευωδιάζει στα σπλάχνα

Δένεται το φιλί με το αίμα
καθώς έτη φωτός διαγράφεις

στην απλανή παλάμη του Σείριου

Πάθος

Με γάλα από των φύλλων τις φλέβες
τον ίσκιο της μούσκευε
Πικρό ανοιξιάτικο φίλημα
στο κόκκαλο του φλοιού της
Ηλιόδωρο και πάγος των θεών στο χώμα της
Αντίκρυ τα σκαλοπάτια προς το άπειρον
και το μικρο αερόπλοιο
ιπτάμενο άνθος
τυραννά πόθους
σαν χρυσοκίτρινη σκόνη
από στήμονες λίλιουμ

Ζωή

Λιόφυλλο στου φεγγαριού το σχήμα
Ασημένιο
Καράβι στα νερά τ' ουρανού
Φύλλο η ζωή
Σ' αστροπελάγη τα πανιά της
Σιμώνει στο φρύδι του ήλιου
Το καυτό του δάκρυ καταπίνει
να κυοφορήσει το φως
Ανθίζει τους μυρωμένος
απ' το σκοτάδι σπόρους της
Συνδέει της Αλκυόνης τους δρόμους
στους ηλεκτρικούς σταθμούς της
Αποκοιμίζει τους εφιάλτες
στο ξημέρωμα της αυγής
δημιουργώντας ξανά το σώμα της
με την χλωροφύλλη των τραγουδιών

Ηλέκτρα

Κεχριμπάρι δεμένο στο λαιμό
Σε όρκους μυστικούς αφιέρωμα
Το ραγίζεις με το βλέμμα παρόν
στου ονείρου τις κεράτινες πύλες
Ελευθερώνεις του λόγου τη δύναμη
Λευκός ιστός αράχνης στις ρητίνες του
παγιδεύει το φως
Την πρόκληση δέχεσαι και μάχεσαι
Σαν ηλιοτρόπιο σε ονείρεμα
στο ρίγος της αυγής στρέφεις το πρόσωπο
Από τις ρώγες του ήλιου ροδίζουν τα χείλη σου

Πτήση

Έλιωναν τα κέρινα φτερά στη ράχη του
Χτύπαγε στις πηγές η καρδιά του νερού
Ήξερες πως ποτέ στο πέλαγος
δεν αναπαύτηκε η ψυχή του
Άλτης του χρόνου από πύλες μυστικές
σε άλλους τόπους έφτασε
Ήταν το κερί η πρόφαση
ν' αναρωτηθείς για η διαδρομή


Εικοσιένα παραμύθια στοιχειώνουν τις νύχτες μου. Μερόνυχτα ψάχνω τον κρυμμένο να βρω σπόρο τους.



Τετράδιο ΙΙΙ Ο ούτις ( Οδύσσειας σύνοψη )



1. Νησιά



Νησιά σταθμοί

ο πόθος ασίγαστος
της επιστροφής


2. Λωτοφάγοι



Ι. Αποξεχνιούνται

σαν να ’χουν επιστρέψει
Ποιας ομορφιάς σκλάβοι;

ΙΙ. Μ’ αυταρέσκεια

δυνατότητες ψυχής
απολαμβάνουν

ΙΙΙ. Εγκλωβισμένους

μες στη γλύκα του Λωτού
με βιά αρπάζεις


3. Κύκλωπες



Ι. Μισή αλήθεια

μονόφθαλμος έβλεπε
ο πολύφημος

ΙΙ. Το τέρας κοιτά

στη σκοτεινή σπηλιά του
δώρα να πάρει

ΙΙΙ. Τερατόμορφος

της φήμης το φούσκωμα
ο ουδείς τρυπά


4. Αιολία



Ι. Ελλοχεύει νους

ανοίγει ασκί στο κύμα
ακυβέρνητος

ΙΙ. Δεν είχε μάθει

νερά να διαφεντεύει
του Ποσειδώνα

ΙΙΙ. Αποκοιμιέται

ευκαιρία χάνεται
μακραίνει δρόμος


5. Λαιστρυγόνες



Ι. Ανθρωποφάγοι

άκριτους αφανίζουν
Δες τι απομένει

ΙΙ. Ένα καράβι

άντρα αφυπνισμένου
με τους συντρόφους


6. Κίρκη



Ι. Ακριβοί πόθοι

στους συνταξιδιώτες του
παγίδα στήνουν

ΙΙ. Αδέσμευτος νους

τη θεά δε φοβάται
της αυταπάτης

ΙΙΙ. Το δίχτυ νύμφης

τον ατρόμητο φέρνει
στην άλλη όχθη


7. Άδης (Νέκυια)



Ι. Έρωτα φέγγος

στης Κίρκης τα δώματα
τον καθοδηγεί

ΙΙ. Μ’ αίμα θυσίας

τον αθέατο κόσμο
θα πλησιάσει

ΙΙΙ. Με κλεφτές ματιές

της Γοργούς το κεφάλι
μη τον πετρώσει

ΙV. Σκιές απ’ το χθες

στο πιο πυκνό σκοτάδι
ξαναφωτίζει

V. Της λήθης καρπούς

στα μυστικά του βάθη
ελευθερώνει

VI. Του Αχιλλέα

η ευχή τον ταράζει
Όλυμπος λάμπει


8. Σειρήνες



Ι. Υπερδυνάμεις

αυτάρεσκη ηδονή
ποιος τους μαγεύει ;

ΙΙ. Δέλεαρ γνώσης

Κατάρτι ο σκοπός του
Σφιχτά δεμένος


9. Πλαγκτές πέτρες, Σκύλα και Χάρυβδη



Ι. Ακλόνητος νους

τερατώδεις δυνάμεις
τις προσπερνάει

ΙΙ. Απ’ τη ρουφήχτρα

στου ήλιου τα χώματα
ο οπλισμένος


10. Θρινακία



Ι. Καταποντίζει

ανίερη μύηση
ιερόσυλους

ΙΙ. Αφανίστηκαν

κομμάτια που η λήθη
περιέβαλε


ΙΙΙ. Στ’ άλμπουρο πάλι

για να σωθεί πιάνεται
και στην τροπίδα

ή


Μαργαριτάρια

σε χοίρους προσφέρθηκαν
λάσπη γεμίζουν


11. Ωγυγία (Καλυψώ)



Ι. Όμορφος τόπος

κρυφός στους αμύητους
τον φιλοξενεί

ΙΙ. Ώριμους καρπούς

της ουράνιας νύμφης
απολαμβάνει

ΙΙΙ. Σ΄ αυτό το κάλλος

αγναντεύει θάλασσα
πόθος φουντώνει


12. Τρικυμία Ποσειδώνα (Λευκοθέα)



Ι. Το εγώ κι ο νους

σ’ απεγνωσμένη πάλη
επιβίωσης

ΙΙ. Γυμνός στο κύμα

με μαντήλι στο στέρνο
παραδίνεται


13. Στην Σχερία (Φαίακες)



Ι. Φτάνει σε τόπο

υπερσυνείδητου νου
φωτοχυσία

ΙΙ. Την ενότητα

μέσα στις αντιθέσεις
ανακαλύπτει


14. Στο καράβι του γυρισμού



Ι. Ο ήλιος δύει

ο περιπλανώμενος
αναπαύεται

ΙΙ. Μ’ εμπιστοσύνη

στη ροή αφήνεται
αφυπνισμένος


15. Στην Ιθάκη



Ι. Σε μήτρα σπηλιά

ανοιγοκλείνει μάτια
φανούς ομίχλης

ΙΙ. Η πλάνη σβήνει

ο διακαής πόθος
εκπληρώνεται


Τετράδιο ΙV Με πινέλο και μολύβι ( Λεζάντες από πίνακες )




Πινέλα


Πινέλα στο αίμα\ζωγραφίζουν στην καρδιά \κι εκείνη δακρύζει ποτάμια χρωμάτων
Αιμάτινο τοπίο η ρίζα της\Πινελιές απ' το χάος της ύπαρξης \Εκεί περιπλανήθηκαν \Τα χρωματιστά σου δάκρυα \Vincent


Τοπία


Ταξιδευτές\ στο μυστήριο των λέξεων\στο μεταβαλλόμενο φως τους\περιπλανώμενοι στο μέλος τους\εικονογραφούν τοπία μέσα σε τοπία
Εκεί που η δόνηση της αγάπης\ζωντανεύει τα σύμφωνα\ σκύβουν και τραγουδούν


Ρόδο στη βροχή


Γαλάζιο φως λεπίδα\απ΄ το θηκάρι τ' ουρανού\τα λευκά σου πέταλα χαράζει\κι οι ρίζες σου τρέμουν εντός μου\στη χαραυγή της Ομορφιάς


Εν ροή


Έτσι όπως βρέχεις κάθε μέρα\τις όχθες σπας των ποταμών\
τα έγκλειστα νερά ελευθερώνεις\Ουράνιο τόξο γίνεσαι\
στου ήλιου το πέρασμα


Καμπύλες


Στις ελαστικές καμπύλες του χρόνου\ένα θαλασσοπούλι ραμφίζει το χιόνι\Σιμά του αμαρυλλίδες, κρίνα λευκά\μέσα απ' την καυτή άμμο ανατέλλουν


Βένθη


Φέρνουν τα κύματα\τ' αναφιλητά της θάλασσας στον αφρό\καθώς ένα τραγούδι ετοιμάζει\στα ωκεάνια βένθη


Ύπαρξη


Αφήνοντας την άνοιξη \να βλαστήσει στην καρδιά\συμπαρασύρεις όλες τις εποχές στα μονοπάτια της\Αν έχεις αποφύγει τον χειμώνα\έχεις αποφύγει την ζωή


Έλα


Δράκος φυλάει\το χρυσόμαλλο δέρας\έλα Μήδεια


Πώς


Τα χρυσά μήλα\δράκοντας τα φυλάει\πώς τον κοιμίζεις;


Για τους κεραυνούς


Τον Τυφώνα\με του Πάνα την σύριγγα\αποκοιμίζει


Οπτική


Ο ίδιος τόπος\στον αναγεννημένο\καινούριος μοιάζει


Σιωπή


Βύθισμα σιωπής\στου φόβου το άδειασμα\ωδίνες αγάπης


Άνθρωποι


Χώρες άγνωστες\μικρές βραχονησίδες\απροσπέλαστες


Μισοσκόταδο


Στο μισοσκόταδο\μας πνίγει\μια μπουκιά φως


Προβολή


Προβάλεις όψεις\που επιμελώς κρύβεις\δεν τις αντέχεις


Εμμονές


Σκέψεις εμμονές\ο νους φιλοξένησε\Ποιον σημαδεύουν


Επίκριση


Παρατηρώντας\επικριτικές σκέψεις\εξαφανίζεις


Εξιλέωση


Ενοχής θύμα\επιλέγει τον πόνο\για αθώωση


Γάζες


Όλα του τα ρούχα γάζες\Γυμνός μόνο στα ενύπνια\ Διατρέφει τις πληγές του


Άστεγος


Άστεγα πόδια, μετέωρα\Ούτε δυο πατημασιές γης\Ούτε ένα άστρο κεραμίδι\Μόνο τις αποσκευές του φιλοξένησε


Λόγια


Σοφά λόγια έδεσμα\σε κομψό σερβίτσιο\Τρυπώντας τα το πιρούνι\άνοστη ζωή χασκογελάει στο πιάτο\Τα γυροφέρνουν κι οι μύγες παχαίνοντας


Βέλος


Θύτες και θύματα \Ταυτόχρονα\Πού εστιάζεις το βλέμμα;


Άγνοια


Περιφέρουμε το σκοτάδι μας\σαν ήλιο


Δίψα


Στις ακτές μας αλμυρό νερό\τέλος η δίψα να μην έχει


Συνάντηση


Ποτέ δεν είχαν ένα χέρι\Να τους κρατάει στην καταιγίδα\ Μέχρι που το δεξί αντάμωσε το αριστερό


Άνθισμα


Τον ήλιο τ’ άνθισμα αγάπησε\Μα το σκοτάδι πιότερο\που τό θρεψε στο χώμα


Σώμα


Με τους ήχους των χορδών σου\Σώμα μου\Αετώματα στους ώμους του ναού σου λαξεύεις


Επιθυμίες


Ό,τι επιθυμείς πολύ έρχεται και σε βρίσκει\αν του δώσεις ύπαρξη\κι αν το αντέχεις\ή αν η ίδια η επιθυμία δεν το σπρώξει ακόμα πιο μακριά σου


Ροδόπνευμα


Ποδοπατώντας\ρόδα της αγάπης\ροδόπνευμα ματιών στα χείλη\εύοσμο πίνω το σκοτάδι


Χελιδόνι


Έλα μ' ένα χελιδόνι στόμα\Στη φτερούγα του να κοιμίσω το φθινόπωρο\Νανουρίζοντας τις βροχές


Πηγές


Αγάπης νάμα στων ματιών τις πηγές\Ανθίζουν οι ίριδες\Φτεροκοπά το αηδόνι της καρδιάς\Ποταμέ μου πάρε του την λαλιά


Σταλάγματα


Ανθίζω το ρόδο μου\στην άνοιξη του φιλιού σου\Δονούν τα φύλλα του\σταλάγματα της δροσιάς σου


Νύχτα


Από τα χείλη κατέβηκε η νύχτα\Πάλλεται η καρδιά στη ρίζα\Ένα φιλί μαχαίρι την χαράζει\Στη γη της δεν ξημερώνει


Αίμα


Σε σκοτεινή βαθιά μήτρα ανατέλλει\ως άνθος ιβίσκου\
πυκνό βελούδο αίμα\υγρή κραυγή στα σέπαλα της αυγής


Βρυχηθμός


Αναλαμπές Ομορφιάς\Γατόπαρδοι στο χιόνι\Ο βρυχηθμός ένα τραγούδι\Απ’ το λευκό του ανθίζει το κόκκινο


Διαπασών


Όποιος ερωτεύτηκε τη ζωή\είδε τον πόθο του θανάτου στα μάτια της


Συγκρούσεις


Με βία ο βίος γίνεται ζωή


Επανάληψη


Από τους ίδιους δρόμους\πόσες φορές ακόμη \θα περνώ;


Αναγέννηση


Τοπία στάχτης\Σπαράγματα των ωρών\Αναγέννηση


Δέλτα


Μελάνι ματιών\Δάκρυ τόξο τ’ ουρανού\Βροχή χρωμάτων


Νάματα


Άρτου και οίνου\Κατάνυξης νάματα\Άσβεστη δίψα


Άμμος


Χαλίκια βυθού\Στις δίνες των κυμάτων\Άμμος γίνονται


Ίμερος


Αγγίζω το εσώφυλλο ρόδο σου\τα δάχτυλα στάχτη


Αιμορραγία


Αιμορραγία\Από ρόδου αγκάθι\Ακατάσχετη


Δρόμοι


Δρόμοι της καρδιάς\Ακούς στο διάβα τους\Το φτεροκόπημα


Τρικυμία


Θάλασσας χάδι\Ξαγρυπνά τρικυμία\Στο κοχύλι μας


Λαχτάρα


Θαλασσοπούλι\Της καρδιάς η λαχτάρα\Φτερό στο κύμα


Αναμονές


Αναμονές\Στα βλέφαρα χορεύουν\Της απουσίας


Χειμώνες


Αστραπόβροντο\Ξύπνησες τους χειμώνες\Των σπλάχνων κρύο


Αιχμάλωτοι


Φουρφουρίζουν φτερά στους ώμους\με της ελικοβλέφαρης γάζες στη ρίζα τους\Όσο μια ανάσα αυτό το πέταγμα\ίσα να νοιώσεις το τράνταγμα της πτώσης\Αιχμάλωτοι της αγάπης\ξαναγυρνάμε στο κλουβί μας


Στους αιθέρες


Δεν ευθύνεται ο άνεμος\Η ουράνια Αφροδίτη την έσυρε\μετέωρη στους αιθέρες\να την καταποντίσει στην άβυσσο\με την πρώτη ευκαιρία


Πυροτέχνημα


Στάζουν τα μάτια το αίμα που ανταλλάξαμε\Η αγάπη πυροτέχνημα\Σκάει και σκορπάει μες στην νύχτα\Έλιωσε το χρυσό μας δαχτυλίδι στο ολοκαύτωμα της καρδιάς


Μνήμες


Αδιάλειπτα\μνήμες καρδιάς\γυρνούν τους λεπτοδείκτες στο παρόν\μες στο αλμυρό τους αίμα


Άγευστο


Χλιαρή καρδιά\τραγικότητα ύπαρξης\απαρνήθηκε


Χωρίς ρίζες


Ραγίδες στο θολό ποτάμι\Μάτωσε η κόρη του νερού\Της λεύκας η δρυάδα


Παρόν


Το παρόν ένα λουλούδι\Ανθίζει στην αβεβαιότητα της ύπαρξης\Φτάνει η μοσχοβολιά του στα ρουθούνια μας\ όταν το καράβι μας ταξιδεύει


Ζαφείρια


Παιχνίδια φωτός\Στης θάλασσας τα χείλια\Γιαλού ζαφείρια


Άνθη


Άνθη στο χιόνι\Τραγουδά ο χειμώνας\Την ομορφιά του


Καιρός


Ρίγος αστραπής\Υγρό φιλί στα φύλλα\Δροσοσταλίδα


Βροχή


Τρελή η βροχή\Εμύρισε το χώμα\Σκάει κι ο ήλιος


Κύμα


Νότα στο νερό\Της φάλαινας τραγούδι\Κύμα σηκώνει


Βολβοί


Ίριδας βολβοί\Στο μάτι της θάλασσας\Μωβ ξεφωνίζουν


Πνοές


Σε ρίζες πεύκου\Πνοές ανοιξιάτικες\Ρετσίνι στάζουν


Ο κούκος


Σε ξένη φωλιά\ο κούκος τ' αυγά του\αφήνει πάλι


Ο σπίνος


Τσιμπά ο σπίνος\το μοσχάτο σταφύλι\και τιτιβίζει


Σιτοχώραφα


Χρυσό ποτάμι\Πλημμυρίζουν οι όχθες\Σιτοχώραφα


Λιβελούλες


Αιματόχρωμες\Στο πορφυρό τ' ουρανού\Στροβιλίζονται


Μονοπάτια


Σμαράγδια φύλλα\Σε πράσινη θάλασσα\Ελαφοτόπια



Τετράδιο V Λευκό μέλι ( Στα λευκά όρη )



Το μήλο


Ένας ένας πέρναγαν οι άνεμοι, λυσσομανούσαν, την κομμάτιαζαν. Σ΄ ένα σύννεφο έκτισε το σπίτι της, να μη νοιώθει τόσο τούτον τον πόνο των πραγμάτων. Σ' ένα λευκό απαλό μαξιλάρι που κυοφορούσε όνειρα. Μπαινόβγαιναν και κει άγριοι άνεμοι, παγωμένοι. Νιφάδες απ' το μαξιλάρι της χόρεψαν για λίγο στο φως πριν στρωθούν στο χώμα. Κι αυτή, νιφάδα, στροβιλίζεται πριν πέσει, πριν βουτηχτεί όλο της το σώμα στο νερό. Βρεγμένη μέχρι το κόκαλο τώρα, πώς να εμποδίσει το κρύο; Τραχύ και το χώμα για τ' αέρινά της πέλματα, πώς να φυτρώσει μέσα του;

Ρίζα δεν πρόλαβε να βγάλει να τρυπήσει την αφιλόξενη γη και ένα σμήνος πουλιών έκοψε με το τραγούδι του τον ύπνο της.

Τόση ομορφιά και τόση ασχήμια, συλογίστηκε, κι ένοιωσε το τραγούδι τους σαν ένα ζεστό πανωφόρι στο παγωμένο της κορμί.

Σ' αυτήν την θαλπωρή ένα μικρό παιδί ζωντάνεψε μέσα της. Πετάχτηκε με ορμή από το στήθος της και κάθισε αντίκρυ της.

- Ήρθα απ' την άλλη πλευρά του ωκεανού, να δέσω στ' ασκί μου τους πέντε ανέμους. Φέρνω τρικάταρτο καράβι, πάνω του να δεθείς να ταξιδέψεις. Στο ανοιγόκλεισμα των ματιών σου χωράω, στο σκίρτημα της καρδιάς. Την άνοιξη που επωάζεις μέσα σου ανασαίνω. Κομμάτι σου είμαι. Είμαι εσύ.

Αν με θρέψεις θα μεγαλώσω, θα γεμίσει τ' αμπέλι μας κόκκινα σταφύλια.

- Δεν σε βλέπω καθαρά, είναι πυκνό το σκοτάδι, λιγοστό το φως. Πλάσμα της φαντασίας είσαι. Δεν είσαι αληθινό.

Τούτες οι λέξεις το αγρίεψαν, κινήθηκαν τα μάτια του σαν αστραπή. Έμεινε σιωπηλό και ακίνητο.

Σκοτείνιασε και χάραξε ξανά και ξανά, μέχρι να σπάσει την σιωπή του.

- Κρυμμένη μες στο δράμα σου πού νά βρεις φως να το μετρήσεις;

Βγήκαν τα λόγια ξαφνικά, κοφτά κι απότομα, σαν νά 'δινε μια δυνατή γροθιά σε τοίχο. Σαν να 'θελε ν' ανάψει ένα κόκκινο φανάρι μες στον λαβύρινθο του μυαλού της, να κάνει στάση η σκέψη, να περάσει η διάκριση πεζή.

Τότε αναδύθηκε ένας λυγμός απ' το στέρνο της κι ένα μικρό ποτάμι αλμυρή δροσιά.

Έμοιαζαν τα δάκρυα με ψηφίδες γυαλιού που ξεκαρφώθηκαν απ' τις ίριδες για να μην εμποδίζουν πλέον την όραση. Να βλέπει ολοκάθαρα πως σ' ό,τι έδινε νου με καρδιά δεμένο, γεννήθηκε, κι αν δεν το θέλει πια να μην το θρέφει.

- Είναι η ζωή ταγμένη να περνάει Συμπληγάδες, ψέλλισε απαλά κι άρχισε πάλι η φωνή του να γλυκαίνει. Τα μάτια του χαμογελούσαν στις άκρες τους. Ένα ακράτητο γέλιο έσπασε την προηγούμενη σκληράδα. Σηκώθηκε κι άρχισε να χορεύει, ρουφώντας τις δροσοστάλες της χλόης απ' τα γυμνά του πόδια.

- Αν μου δώσεις ένα μήλο θα σου δώσω ένα τόπι! Φώναξε παιχνιδιάρικα.

Τέντωσαν τότε τα χέρια κι άγγιξαν τ' ακροδάχτυλα, μέχρι που ενώθηκαν οι ράγες των.

Φύτεψαν μια μηλιά στο περιβόλι τ' ουρανού τους. Κι ήρθαν τα ποτάμια απ' τις πήγες στις ρίζες της και τα πουλά απ' τα δάση στα κλαδιά της. Κι η άνοιξη και το φθινόπωρο κι όλες οι εποχές.

Ύστερα από χρόνια, ένα μήλο κόκκινο, τεράστιο, στρογγυλό σαν ήλιος, με δέντρα και ποτάμια μέσα του, με την θαλασσινή αλμύρα στην φλούδα του, με όλα τα ναι και τα όχι στους σπόρους του, τις ξεδιψούσε με τους χυμούς του.


Τριήρης


Ελευθερία, ελελεύ

αίμα στο ασπράδι του αυγού
Ραγίζει το τσόφλι, ο κρόκος σκόνη
ήλιος στο ασπράδι του ματιού
ακτίνα στα πανιά του αιθέρα
τριήρης να με διασχίσω


Ένας φίλος


Άνεμος ξεριζώνει τριανταφυλλιές
μεθάει με ροδόφυλλα η ανάσα
το πνεύμα οίνος των ανθών
κυλάει το ροδόσταμα στα μάτια

Χαράζοντας τ' αγκάθι τους
γραφή μυρόβλυτη στο δέρμα
στον μυστικό σου έφτανα κήπο

Από τότε στην ωμοπλάτη μου
ανοιγοκλείνουν τα φτερά σου
θάνατε με το κεντρί σου δίχως
στης αστραπής το ξάφνιασμα

Μερόνυχτα στους ώμους
φίλος πια πιστός
άδειες οι μέρες που ξεχνώ να σε κοιτάξω

Απόψε καλεσμένος μου σε νυφικό κρεβάτι
Λέω τ' όνομά μου, χωρίς να σαστίζω
Μαζί σου επιστρέφω
Φύτρωσε στον κήπο μου η Αυγή


Αποδημία


Ταξίδεψα στη γη σου
ως το ύστατο άνθος σου
Γυμνή από επιθυμία
παραδίδω στάχτη
στα έγκατα της απώλειας


Σελήνη


Οφθαλμέ ουρανού
Κυρίαρχη των υδάτων
Αναταράσσεις την θάλασσα εντός μου
Με κύμα παλιρροϊκό δονείς τα σπλάχνα μου
Γεωμετρώντας τον χρόνο νοηματοδοτείς ύπαρξη


Παιχνίδι


Μυρίζει νυχτολούλουδο η σελήνη
Κλεφτά στην πλάτη τ’ ουρανού
Εκεί που θεοί κραταιοί
σε γενετικές γραμμές ακροβατούν
Βουτώ τις λέξεις
στα φωτόνια του γέλιου μου
ήχος διασχίζει σπείρες χρόνου
κωδικούς ύπαρξης ανακτώντας


Πότνια των Αστερισμών


Σκόνη από μάρμαρο σώμα στις ρωγμές της μνήμης
δονεί το μεδούλι των οστών
Μετέωρη πώς σε κατάρτι χθόνιο να δεθώ;
Άνοιξαν τα σπλάχνα της Πότνιας των Αστερισμών
Τρέμουν τα μέλη μου από φόβο


Ηλιοτρόπια


Σωπαίνει η καρδιά
ν' ακούσει τον ψίθυρο του ποταμού
τον βόμβο της μέλισσας
τις νότες των φύλλων που χορεύουν
το πάτημα του ελαφιού στο χώμα
Στρέφουμε, όπως τα ηλιολούλουδα
τη ζωή μας στο φως
οι κήποι μας μυρωμένοι δρόμοι της θάλασσας
ανθίζουν τα μαργαριτάρια στο κοχύλι μας


Υλοποίηση


Απ' τα ματόφυλλα ενός ονείρου σε κοιτάζεις
Εδώ στο κατώφλι της ερήμου
στης αμμοθύελλας το αγριεμένο σύννεφο
Υλοποιείς την σκέψη σου
ψαλιδίζοντας το κουκούλι του ύπνου
Σε οδηγείς στην έξοδο
μοναχά με μια υποψία αγάπης


Επτά


Την ώρα που κούρντιζε η γη το ρολόι της
τον έβδομο μήνα των τελετών
φεγγάρι γερμένο στα ακροδάχτυλα της αυγής
δηλώνοντας την παρουσία του στα μυστήρια
σφράγιζε γάμο ιερό
Τώρα ποια βουλή θα λύσει τα μάγια, που γίναμε
φωτόνια στεναγμών


Σφραγίζω


Μέλι γλυκό στην κηρήθρα μου σφραγίζω
εδώ να μην είσαι κι εγώ να σ’ έχω
Το κεντρί μου κρατώ γι’ άλλον θάνατο
να προστατέψω στα δέντρα μου τον ανθό


Σκιές


Σκιές φτιαγμένες από σάρκα φωτός
τις φωταψίας λατρεμένες
Χάριν του παιχνιδιού γεννήθηκαν
Αγιάτρευτα τις μίσησες, κρυφά τις αγάπησες
μέχρι που δώσατε τα χέρια αντάμα να πορεύεστε
Κι ας στράβωνες το πρόσωπό στην θέα τους
συμφιλιώθηκες μαζί τους
απαλύνοντας το άλγος του νόστου
που ο ξένος απ' τον εαυτό του δοκιμάζει
Αναίμακτη δεν ήταν τούτη η χειραψία
Στα χαλάσματα της αντάρας στάθηκες
καινούριο να ρίξεις θεμέλιο
Θα ανοίξει άραγε παίζοντας μια πόρτα
για ένα άλλο παιχνίδι στο μέλλον
απαλλαγμένο απ' της οδύνης τον μανδύα;


Έρως και Ψυχή


Όταν οι ήχοι στο φιλί μας άρχισαν να γίνονται τραγούδι κι ο θάνατος άγγιγμα εκστατικό και πόθος βαθύς κι άνθιζε το γέλιο στην πηγή του, η ζωή τιναζόταν πιο μακριά από το πιο τρελό της όνειρο μα οι λέξεις δεν έβρισκαν την καρδιά τους να κοινωνήσουν το δέος.

Έρως και Ψυχή, ένας άλλος μύθος ξαναζεί κάθε φορά που μάταια την αναζητώ. Γίνεται ο χορός μια εσώτατη κίνηση τόσο βαθιά σαν πέλαγος και τυλίγει σαν αύρα το κορμί. Κι απ' τα μάτια εισχωρούν εικόνες, αντανακλάσεις του δικού μου φιλμ στην δική σου κάμερα. Κύματα μιας άλλης θάλασσας, εικόνες ξένες που ούτως ή άλλως θα προδώσεις.

Όμως καθώς αγγίζω τη δύναμη της αρσενικής μου ψυχής που άξαφνα με ανταμώνει τραγουδώντας, την φιλώ με όλα τα φωνήεντα να ηχούν και με τη μνήμη του φιλιού σου παρούσα. Κι έτσι όπως τα δυο κομμάτια της πάνε να σμίξουν, αρχίζει να αποκτά υπόσταση η στιγμή.

Τι κι αν σαν την ελιά η ζωή: Σπάσιμο σε πέτρες, πολτός, μάλαξη κι ύστερα στη στροφιλιά ο πολτός , απλωμένος στα μουτάφια, να τρέξει η μούργα με το λάδι μαζί.

Σαν να έχουν άλλο νόημα όλα πλέον, δειλά δειλά αρθρώνω είμαι, κι ας σε ψάχνω ακόμα σε ξένα μάτια.


Αγάπη


Με την αύρα της Αγάπης
πάλλονται οι χορδές της γης
νότες ριγούν την καρδιά
η μνήμη της πλημμυρίζει την ύπαρξη
αλλάζει συχνότητα το σώμα
γίνεται κομμάτι της διάνοιας
που δονείται μ' αυτήν την ενέργεια
από μαζωχτής και ζητιάνος της, κοινωνός της
Κι όταν σωπαίνει η μουσική
κι όταν κρύβεται το φως
ένας σπόρος είναι θαμμένος στη γη
φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη
ένα σπλατς το καλοκαίρι
Ποτέ δε σίγησαν οι νότες
σήμα δεν πιάνει στο υπόγειο


Θυμάσαι;


Ο πόθος δεν καταλαγιάζει
αναζητά η ψυχή τ΄ αστέρι της
Ο έρωτας είναι μόνο μία σκάλα
για ν΄ ανέβεις να το αγγίξεις
Θα μείνεις με τα χέρια δεμένα πάνω της
ατενίζοντας πότε το στερέωμα, πότε την άβυσσο;
Ή θα τα κάνεις φτερά για να πετάξεις;
Προς τα πάνω ή προς τα κάτω, δεν έχει σημασία
Το θέμα είναι να μπεις στο παιγνίδι
να ρίξεις τα ζάρια σου
Θυμάσαι τότε που ήσουν παιδί
με τι ενθουσιασμό έτρεχες στο ποτάμι;
Έβρεχες τα πόδια
και συνομιλούσες με τα πλάσματα του νερού
Οι γυρίνοι με τις μαύρες τους ουρίτσες χόρευαν
μπροστά στα έκπληκτα μάτια σου
Παίξε το παιχνίδι όπως τότε. Ξέρεις
Γι' αυτό σου δόθηκε ο κόσμος


Επιστρέφει


Με τον μίτο του σ’ αγαπώ στα χέρια στο πρώτο πρώτο του ξετύλιγμα συναντάμε τον εαυτό μας, ύστερα τον άλλο και μέσα από τον άλλο γεύσεις από το πέραν. Όταν το άλλο μισό του ουρανού εισχωρήσει κάτω απ’ το δέρμα ξυπνούν παραδείσιες μνήμες. Οι δύο ψυχές εγκαταλείποντας τον φόβο, αφήνονται στην θεϊκή πνοή και κοινωνούν ανείπωτα μυστήρια.

Αν η αγάπη έχει υπάρξει, η πάλη της ψυχής να ξεχάσει τον αγαπημένο της, είναι αγώνας για το ανέφικτο. Ό,τι έχει υπάρξει υπάρχει για πάντα. Ούτε ο θάνατος μπορεί να το καταφέρει γιατί η ψυχή έχει μνήμη και όταν σε άλλους χρόνους τον συναντήσει τον αναγνωρίζει και τα εγκαταλείπει όλα για να βρεθεί ξανά μαζί του, γιατί ποιος μπορεί να ζει χωρίς την καρδιά του;

Η προσπάθεια να ξεχωρίσουν δυο ψυχές που έχουν αγαπηθεί είναι μια μαρτυρική διαδρομή. Η οδύνη της απώλειας, όχι οποιασδήποτε απώλειας αλλά του εκστατικά βιωμένου, είναι οδύνη εσωτερικού θανάτου κι αν λιγοψυχώντας δεν τον αφήσεις να συμβεί δεν ανθίζει γη.

Πετώντας τον πόνο μακριά μας, αγνοώντας τον, κρατώντας τον εαυτό μας απασχολημένο με χιλιάδες δραστηριότητες, χωρίς επαφή μαζί του, μια ανόητη πορεία ζωής διαγράφουμε. Σαν σταθούμε σε απόσταση από την οδύνη και την παρατηρήσουμε τότε μπορεί και να την μεταμορφώσουμε σε κάτι καλό, μα αν την αποφεύγουμε στοιχειώνει μέσα μας.

Και φτάνει κάποτε η στιγμή που καταλαβαίνει κάνεις πως μόνο τα κομμάτια της δικής του ψυχής μπορεί να συνενώσει και απ' αυτή τη συνένωση, απ' αυτό το πάντρεμα ανασταίνεται. Μα και πάλι από την κατανόηση μέχρι το βίωμα μακρύς ο δρόμος με πολλά πισωγυρίσματα κι αγκάθια. Όμως η άνοιξη πάντοτε επιστρέφει και έτσι μέσα από τις περιπλανήσεις της, καθώς η ψυχή κοιτάζει τα μάτια των μορφών της, καθώς μαθαίνει τον εαυτό της, καθώς φιλιώνει με τα σκοτεινά της πρόσωπα σμίγει με το φως της.


Σμίλη


Σκληρή γινόσουν
Σχήμα αιχμηρού ξίφους από ατσάλι
έπαιρνε το σώμα
κι ήσουν ταυτόχρονα
μέχρι τα κόκαλα, σβώλος από ζυμάρι
Δούλευες τις φόρμες στον τροχό
παίδευες την σμίλη
μ' ένα φύλλο ουρανού να φωτίζει
την ομοιότητα των άκρων
με όλο το μπλε να γλιστράει
στην θάλασσα των μορφών


Πληγές


Δεν έχει αναπαμό η άνοιξη
Ανοίγει τις πληγές σαν τα μπουμπούκια
Καρπίζουν κι οι πληγές να τις τσιμπολογάνε τα πουλιά
Σ' εύφορη γη αφήνουνε τους σπόρους των
Συμφιλιώνεσαι ύστερα με την απώλεια και τον θάνατο


Νότες


ΝΤΟ ~ Στο Μάτριξ του Χρόνου
με όραση θολή
πορευόμαστε

ΡΕ~ Εστιασμένοι
στο “δράμα” της ζωής
συνδιαλεγόμαστε με το σκοτάδι

ΜΙ~ Κλειδώνουμε
το συναισθηματικό μας κέντρο
για ν' αντέξουμε την οδύνη

ΦΑ~ Όμως ο δρόμος που αλλάζει
την θέαση των πραγμάτων
περνά απ' την καρδιά

ΣΟΛ~ Ακροβατώντας
στις χορδές του φωτός της
ενεργοποιούμε τη δύναμη
και την εσωτερική μνήμη

ΛΑ~ Ταξιδεύοντας
στα μονοπάτια της
δημιουργούμε μα νέα ταυτότητα
ικανή να βιώσει την Ομορφιά

ΣΙ~ Ακολουθώντας τις νότες της
ανοίγουμε τις πύλες της Αγάπης
σε κάθε εισπνοή και εκπνοή

NTO~Ξεπερνώντας τα όρια
βυθιζόμαστε στην άβυσσο
της Ζωής


Στη διαπασών


Αποτυπώματα άστρων στο σώμα τους
Σημάδια από πύρινα δάχτυλα
Μνήμες μιας αδιόρατης αφής

Χαμένοι στα μονοπάτια του χρόνου
ανοίγουν το στόμα να ρουφήξουν
το λευκόρευστο μέλι των αιώνων
Να βλέπουν με τα μάτια κλειστά
τις χορδές τρίγωνης άρπας
να ηχούν και να πάλλονται
με της εισπνοής τους τον αέρα

Είναι οι νότες που συνθέτουν
ένα μικρό σάρκινο σύμπαν

Στα αιμάτινα πελάγη του
κύματα παλιρροϊκά
εκτινάσσουν το κόκκινο
στα λευκά χείλη του γαλαξία
αγκαλιάζοντας εκείνο το κύμα φωτός
που τα δημιούργησε

Και βλέπουν με τα μάτια ανοιχτά
χαοτικές δίνες
να γκρεμίζουν όλες τις βεβαιότητες
Χρυσές κλωστές αστράφτουν
στην ίριδα των ματιών
σαν φώτα δυνατά
το κρυμμένο ανακαλύπτουν ξανά

Ένα άγγιγμα από τους κόσμους του ήλιου
μουδιάζει τα νεύρα τους
Χορεύουν
στους δώδεκα ανεμοστρόβιλους των ακτίνων του
στις εκρηκτικές καταιγίδες

Ντύνονται το γαλήνιο χάδι του στο δέρμα
την ευφυΐα του φωτός του στο βλέμμα
την ευφορία της ζεστασιάς του στην καρδιά

Από πού έρχεται η μουσική
με την ένταση στη διαπασών;

Βουλιάζουν οι πατούσες τους στην άμμο
Όστρακα και βότσαλα
Δονούν το σώμα τους οι νότες
Το γάλα τ' ουρανού
αφρίζει στο φουστάνι της θάλασσας
Του φεγγαριού κλείνουν το μάτι

Από πού έρχεται η μουσική
με την ένταση στη διαπασών;

Απ' την τρίγωνη άρπα του κορμιού τους έρχεται
Όλο το χρυσάφι της γης λάμπει στα πόδια τους


Χαρτογραφία


Είχαν φέρει την καρδιά τους στην γλώσσα
Έβαφε το αίμα της τα χείλη

Στις κοιλάδες των ώμων, άνθιζαν οι κήποι των αστεριών

Έριχναν τις νύχτες μια φέτα φεγγαριού στα πέλματα
να δείχνει έναν δρόμο στην σιωπή

Η μέρα έσβηνε την δίψα τους
με των πρωινών δροσοσταλίδων τα φιλιά
στις κούπες των κρίνων

Κι όπως ο ήλιος έκαιγε του φόβου το ένδυμα
μόνο το άρωμα που άφηνε η μνήμη
σκέπαζε το δέρμα

Στον χάρτη του σώματος
ένα λιμάνι τα μάτια
να ρίχνουν άγκυρες τα όνειρα

Ένα δάσος από λυγαριές τα μαλλιά
να δροσίζουν τις ρίζες τους
στου λαιμού το ποτάμι

Αδιερεύνητα σταυροδρόμια στο μέτωπο
με τις υπόγειες διαβάσεις τους ανοιχτές

Οι σκέψεις χρυσαετοί και κορμοράνοι
υπερασπίζονται με νύχια και ράμφη την τροφή τους

Μια ξαφνική καταιγίδα
στο ημίφως του απογεύματος
πλημμύρισε τα σοκάκια του κορμιού

Όμως τα φτερά της καρδιάς είναι τα χέρια
μεταφέρουνε το μέλι της στα δάχτυλα
για να μη μένουν ρημαγμένες κυψέλες
οι πόροι του δέρματος
Αυτά τα χέρια της αγάπης
με ένα χάδι έσυραν τη θλίψη έξω στο φως
τη ράγισαν

Τώρα τα πόδια δρασκελίζουν τη γη
δεμένα στα έγκατα


Απροσδόκητα


Ταξιδεύει ο κόσμος στους εφιάλτες του
Γλιστρώντας κάποτε απ' την αγκαλιά του φόβου
εισχωρεί μέσα τους
Στο βάθος τους αποκτά βάθος κι η καρδιά του
Ανοίγει τις πόρτες της κι ένα φρέσκο αεράκι
φέρνει τις μοσχοβολιές των κήπων της στα μονοπάτια του
Οι πνιγμένες του πολιτείες ανασύρονται απ' τον βυθό
Τα πουλιά δανείζουν τα φτερά τους στα όνειρα
Αγγελιοφόροι μιας μικρής ορχήστρας
τσιμπάνε με τ' αέρινα ράμφη τους
τ' ακροδάχτυλα των παιδιών
εκείνων που έτρεξαν σαν το μελίσσι
στον ανθό της καρδιάς τους

Γλυκιές απροσδόκητες λέξεις
ηχούν στο σκοτάδι
Η καρδιά σ' ανοικτό όστρακο
πανσέληνος της αγάπης
στο λευκό της μέλι ιερουργεί
γδύνεται το πέτρινο σώμα του ύπνου
και τινάζει μ' ορμή το αίμα της
γκρεμίζοντας τις όχθες των ποταμών της

Ανάποδα γυρνούν οι ωροδείκτες
κοκκινίζει η άμμος στην έρημο
Στις μαύρες βλεφαρίδες της καμήλας
ξεθυμαίνει ο στροβιλισμός της

Οι αναβάτες σμίγουν τα χείλη
μ' ένα έρωτα που φέρνει φρίκη
Κι είναι γι' αυτό που έγιναν η έρημος
δεν είναι μόνο σώματα πάνω της
μα και τα βράχια, η άμμος κι η βροχή της είναι
είναι και κείνο που φέρνει τη βροχή
και εκείνο που δεν είναι, είναι
Άνοιξε ο χρόνος στο πιο τρυφερό τους άγγιγμα
Οι δείκτες του είναι της αγάπης
εκείνη κρατά τα κομμάτια του

(Απ' τα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα
του κελιού μου κοιτώ μισή εικόνα να δω)


Ατελές κινείται


Ποτέ το σύμπαν δεν υπήρξε τέλειο
Όταν χορεύει το φως
το λευκό του σπαταλιέται στο πέπλο της ίριδας
Καθώς βουλιάζει το σώμα του στο κύμα του
βλέπεις την ομορφιά της κίνησης

Ποτέ το σύμπαν δεν υπήρξε τέλειο
Ένα κοράκι τρώει τα σπλάχνα του
Τα κομμάτια του μέσα μου
πασχίζω να γιάνω
κεντώντας με μεταξωτές κλωστές
τα φουστάνια των κοριτσιών μου


Έκπληκτο στόμα


Το ποίημα
ένα έκπληκτο στόμα
Πλέει στη γλώσσα του
μια φέτα νυχτερινού ουρανού
φωτίζοντας, σάρκα γης
καρφωμένη στα δόντια
Πίσω απ' τα κλειστά του χείλη
γονιμοποιεί τη σιωπή
γεννώντας τις νότες του άναρθρου
στις χορδές της ύπαρξης


Διαδρομές


Σπούδαζε τη γη, ξόδευε στα δέντρα την καρδιά του
Αν ήμουν δέντρο θα 'χα ένα κομμάτι της δικό μου

Πνιγμένος στα μαγιόχορτα τον άλλον διασχίζει ποταμό
πάνω στου Απρίλη τον εύοσμο ανθό

Στου ονείρου το μήνυμα έσκυψε, με τρυφερό νοιάξιμο 
Έκανε τα ροζιασμένα του χέρα φτερά αγγέλων απαλά να σκεπάζουν ό,τι άφηνε πίσω του

Η γαλήνη του προσώπου του, όπως απαλά χαμογελούσε έριχνε στα δάκρυα μικρά διαμαντένια φιλιά να λάμπουν στο ξετύλιγμα της θλίψης, λες και φεύγοντας η ψυχή αποδέσμευσε μια ακτίδα της να τον τυλίγει

Σαν χρυσοκόκκινο φύλλο που πέφτοντας τέρπει τα μάτια έκλεισε τα δικά του. Ταξιδεύοντας στο πέραν, άφησε μια εκστατική αύρα στο παρόν, να μ 'αγκαλιάζει



ΤΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ βελούδο από τριαντάφυλλο (1890,1921-1986)

Τα κομμάτια που έλειπαν από το παζλ πάντα παρόντα, αλλά ποτέ δεν χώρεσαν στη θέση τους.


Περιεχόμενα

Τετράδιο Ι
  1. Κοιτώντας από απόσταση 

Τετράδιο ΙΙ - Μικρά παραμύθια

Ι. έκπληξη
  1. Μεταμόρφωση
  2. Ήχος
  3. Περιπλανώμενοι
  4. Στόμα
  5. Όνειρο
  6. Γάμος
  7. Αγίασμα
ΙΙ. ρήξη
  1. Κωδικός αίματος
  2. Ναυτίλος Τάνταλος
  3. Ασύμμετρο
  4. Ουδέν πλην του φόβου
  5. Η ζώνη
  6. Ο σπόρος
  7. Το τραγούδι
ΙΙΙ. άνοιξη
  1. Ακουαρέλα
  2. Έξοδος
  3. Δημιουργία
  4. Πάθος
  5. Ζωή
  6. Ηλέκτρα
  7. Πτήση
Τετράδιο ΙΙΙ - Ο ούτις ( Οδύσσειας σύνοψη )
  1. Νησιά
  2. Λωτοφάγοι
  3. Κύκλωπες
  4. Αιολία
  5. Λαιστρυγόνες
  6. Κίρκη
  7. Άδης (Νέκυια)
  8. Σειρήνες
  9. Πλαγκτές πέτρες, Σκύλα και Χάρυβδη
  10. Θρινακία
  11. Ωγυγία (Καλυψώ)
  12. Τρικυμία Ποσειδώνα (Λευκοθέα)
  13. Στην Σχερία (Φαίακες)
  14. Στο καράβι του γυρισμού
  15. Στην Ιθάκη
Τετράδιο ΙV - Με πινέλο και μολύβι ( Λεζάντες από πίνακες )
  1. Πινέλα
  2. Τοπία
  3. Ρόδο στη βροχή
  4. Εν ροή
  5. Καμπύλες
  6. Βένθη
  7. Ύπαρξη
  8. Έλα
  9. Πώς
  10. Για τους κεραυνούς
  11. Οπτική
  12. Σιωπή
  13. Άνθρωποι
  14. Μισοσκόταδο
  15. Προβολή
  16. Εμμονές
  17. Επίκριση
  18. Εξιλέωση
  19. Γάζες
  20. Άστεγος
  21. Λόγια
  22. Βέλος
  23. Άγνοια
  24. Δίψα
  25. Συνάντηση
  26. Άνθισμα
  27. Σώμα
  28. Επιθυμίες
  29. Ροδόπνευμα
  30. Χελιδόνι
  31. Πηγές
  32. Σταλάγματα
  33. Νύχτα
  34. Αίμα
  35. Βρυχηθμός
  36. διαπασών
  37. Συγκρούσεις
  38. Επανάληψη
  39. Αναγέννηση
  40. Δέλτα
  41. Νάματα
  42. Άμμος
  43. Ίμερος
  44. Αιμορραγία
  45. Δρόμοι
  46. Τρικυμία
  47. Λαχτάρα
  48. Αναμονές
  49. Χειμώνες
  50. Αιχμάλωτοι
  51. Στους αιθέρες
  52. Πυροτέχνημα
  53. Μνήμες
  54. Άγευστο
  55. Παρόν
  56. Χωρίς ρίζες
  57. Ζαφείρια
  58. Άνθη
  59. Καιρός
  60. Βροχή
  61. Κύμα
  62. Βολβοί
  63. Πνοές
  64. Ο κούκος
  65. Ο σπίνος
  66. Σιτοχώραφα
  67. Λιβελούλες
  68. Μονοπάτια
Τετράδιο V - Λευκό μέλι
  1. Μήλα
  2. Τριήρης
  3. Ένας φίλος
  4. Αποδημία
  5. Σελήνη
  6. Παιχνίδι
  7. Πόντια των Αστερισμών
  8. Ηλιοτρόπια
  9. Υλοποίηση
  10. Επτά
  11. Σφραγίζω
  12. Σκιές
  13. Έρως και ψυχή
  14. Αγάπη
  15. Θυμάσαι;
  16. Επιστρέφει
  17. Σμίλη
  18. Πληγές
  19. Νότες
  20. Στη διαπασών
  21. Χαρτογραφία
  22. Απροσδόκητα
  23. Ατελές κινείται
  24. Έκπληκτο στόμα
  25. Διαδρομές
Τρέχω πιάσε με

Στο όνειρο του χρόνου προσπεράσαμε\Τον λεπτοδείκτη